Οι λευκοτσικνιάδες είναι μεταναστευτικοί ερωδιοί. Πολλοί ξεχειμωνιάζουν στην Ελλάδα σε παράκτιους υγρότοπους. Τρέφονται με ψάρια, αμφίβια και έντομα σε ρηχά νερά, υγρά λιβάδια και βάλτους.
Το όνομα «τσικνιάς» είναι αρχαίο ελληνικό. Προέρχεται από τις λέξεις «κυκνέας» και «κυκνίας», επειδή έχει ίδιο χρώμα με τον κύκνο. Και με το φαινόμενο του τσιτακισμού (το κι-κυ γίνεται τσι-τσυ, κλπ) πρόεκυψε η λέξη «τσικνιάς». Δηλαδή: τσικνιάς < τσυκνέας < κυκνίας.
Η «Πύλη για ελληνική γλώσσα» του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας αναφέρει από το Λεξικό Κριαρά:
«κυκνίας ο· κυκνέας· τσυκνέας. Tο πουλί ερωδιός: Του τσυκνέα τα πουλία … εκμικρόθεν η ουρά τους διχαλή (Πτωχολ. α 811 (έκδ. τσι‑)). [μτγν. ουσ. κυκνίας. Ο τ. τσυκνέας στο Meursius (τζικνέα) και τ. τσιακνίας και τσυκνίας στο Du Cange (λ. τζιακνίας και τζινέα). T. τσυκνιάς σήμ.]»
Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας αναφέρει τους «κυκνίες» τους οποίους συγχέει με αετούς: «ἀετοὺς μὲν οὖν ὀνομαζομένους κυκνίας μάλιστα ἐοικότας κύκνῳ λευκότητα οἶδα ἐν Σιπύλῳ θεασάμενος περὶ λίμνην καλουμένην Ταντάλου.»
Ενδιαφέρον έχει ότι Τσικνιάς ονομάζεται το ψηλότερο βουνό της Τήνου στο ανατολικότερο τμήμα τους νησιού, όπως και απέναντι του ο δυτικότερος κάβος της Ικαρίας λέγεται Τσικνιάς. Πρόκειται για το πιο επικίνδυνο πέρασμα του Αιγαίου, γνωστό στους ναυτικούς για τις κακοκαιρίες του.
Λαϊκά ονόματα: τσικνιάς, τσουκνιάς (Λευκάδα), ψαροφαγάς, ψαροφάγος, τρυγονοσούρτης, τρυγονοκράχτης, καλπουτσής, καρανούκας, αγερανός (Κρήτη).
Επιστημονικό όνομα: Egretta garzetta (Linnaeus, 1758).
Όνομα κατά ΕΟΕ: λευκοτσικνιάς.
Egretta < aigrette (γαλλική λέξη) θύσανος από μακριά λεπτά φτερά ερωδιών, που έβαζαν τον 19ο αιώνα στα καπέλα κυρίως των γυναικών.
garzetta = (ιταλική λέξη) μικρός ερωδιός.
λευκοτσικνιάς < λευκός + τσικνιάς.
τσικνιάς < κυκνίας.
Το όνομα «τσικνιάς» είναι αρχαίο ελληνικό. Προέρχεται από τις λέξεις «κυκνέας» και «κυκνίας», επειδή έχει ίδιο χρώμα με τον κύκνο. Και με το φαινόμενο του τσιτακισμού (το κι-κυ γίνεται τσι-τσυ, κλπ) πρόεκυψε η λέξη «τσικνιάς». Δηλαδή: τσικνιάς < τσυκνέας < κυκνίας.
Η «Πύλη για ελληνική γλώσσα» του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας αναφέρει από το Λεξικό Κριαρά:
«κυκνίας ο· κυκνέας· τσυκνέας. Tο πουλί ερωδιός: Του τσυκνέα τα πουλία … εκμικρόθεν η ουρά τους διχαλή (Πτωχολ. α 811 (έκδ. τσι‑)). [μτγν. ουσ. κυκνίας. Ο τ. τσυκνέας στο Meursius (τζικνέα) και τ. τσιακνίας και τσυκνίας στο Du Cange (λ. τζιακνίας και τζινέα). T. τσυκνιάς σήμ.]»
Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας αναφέρει τους «κυκνίες» τους οποίους συγχέει με αετούς: «ἀετοὺς μὲν οὖν ὀνομαζομένους κυκνίας μάλιστα ἐοικότας κύκνῳ λευκότητα οἶδα ἐν Σιπύλῳ θεασάμενος περὶ λίμνην καλουμένην Ταντάλου.»
Ενδιαφέρον έχει ότι Τσικνιάς ονομάζεται το ψηλότερο βουνό της Τήνου στο ανατολικότερο τμήμα τους νησιού, όπως και απέναντι του ο δυτικότερος κάβος της Ικαρίας λέγεται Τσικνιάς. Πρόκειται για το πιο επικίνδυνο πέρασμα του Αιγαίου, γνωστό στους ναυτικούς για τις κακοκαιρίες του.
Λαϊκά ονόματα: τσικνιάς, τσουκνιάς (Λευκάδα), ψαροφαγάς, ψαροφάγος, τρυγονοσούρτης, τρυγονοκράχτης, καλπουτσής, καρανούκας, αγερανός (Κρήτη).
Επιστημονικό όνομα: Egretta garzetta (Linnaeus, 1758).
Όνομα κατά ΕΟΕ: λευκοτσικνιάς.
Egretta < aigrette (γαλλική λέξη) θύσανος από μακριά λεπτά φτερά ερωδιών, που έβαζαν τον 19ο αιώνα στα καπέλα κυρίως των γυναικών.
garzetta = (ιταλική λέξη) μικρός ερωδιός.
λευκοτσικνιάς < λευκός + τσικνιάς.
τσικνιάς < κυκνίας.
Χίος 23/04/2003 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου