ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΠΛΟΚ

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Pelecanus onocrotalus ροδοπελεκάνος

Κερκίνη 06/06/2010 Kerkini

Ο ροδοπελεκάνος είναι καλοκαιρινός επισκέπτης και διερχόμενος μετανάστης στην Ελλάδα. Καταγράφηκε για πρώτη φορά να φωλιάζει στη χώρα μας στα μέσα της δεκαετίας του '60, στη λίμνη Μικρή Πρέσπα, που είναι και ο μοναδικός χώρος αναπαραγωγής του στην Ελλάδα (Handrinos & Akriotis 1997). Ελάχιστοι ροδοπελεκάνοι διαχειμάζουν στην Ελλάδα, αλλά εκατοντάδες άτομα παρατηρούνται κυρίως στους υγρότοπους της Θράκης και της Μακεδονίας κατά τη μετανάστευση. Συχνά, και ιδιαίτερα το φθινόπωρο, νεαρά άτομα παρατηρούνται στα νησιά του Αιγαίου. Οι περιοχές διαχείμασης του ελληνικού πληθυσμού δεν είναι γνωστές αλλά βρίσκονται κατά πάσα πιθανότητα στα μεγάλα έλη στο νότιο Σουδάν.

Φωλιάζει σε μικρές ομάδες. Τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με ψάρια που κυνηγάει σε ρηχά νερά λιμνών και ποταμών. Ένα κυμαινόμενο ποσοστό του αναπαραγόμενου στη Μικρή Πρέσπα πληθυσμού ταξιδεύει τακτικά για να τραφεί και στις λίμνες Καστοριάς, Χειμαδίτιδα, Ζάζαρη, Βεγορίτιδα, Κερκίνη, στο Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα και σε άλλους μικρότερους υγρότοπους. Ο ροδοπελεκάνος  περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (έκδ. 2009), από το οποίο προέρχονται και οι πληροφορίες.
Ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός πληθυσμός του φωλιάζει και αναπαράγεται στο Δέλτα του Δούναβη (αρχαίος Ίστρος). Γράφει σχετικά ο Αριστοτέλης: «Καὶ οἱ πελεκᾶνες δ' ἐκτοπίζουσι, καὶ πέτονται ἀπὸ τοῦ Στρυμόνος ἐπὶ τὸν Ἴστρον, κἀκεῖ τεκνοποιοῦνται· ἀθρόοι δ' ἀπέρχονται, ἀναμένοντες οἱ πρότεροι τοὺς ὕστερον, διὰ τὸ ὅταν ὑπερπτῶνται τὸ ὄρος ἀδήλους γίνεσθαι τοὺς προτέρους τοῖς ὑστέροις.»
Ανάλογα την περιοχή, λαϊκά ονόματαα είναι: ροδοπελεκάνος (που έχει υιοθετήσει η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία), πελεκάνι, σακάς, τουμπανιάς.

Πελεκάνος ο ονοκρόταλος (Pelecanus onocrotalus, Linnaeus 1758)
Ετυμολογία:
Pelecanus < pelecanus (latin.) < αρχαίο ελληνικό: πελεκάν, -άνος, από το θέμα πελεκ- τού ουσιαστικού πέλεκυς ==> από το ράμφος τού πτηνού, που κόβει σαν πέλεκυς.
onocrotalus < όνος + κρόταλο ==> αναφορά στην κραυγή του ==> αναφέρεται από τον Πλίνιο για πτηνά με παρόμοια κραυγή.


Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Καλαμόκιρκοι (Circus aeruginosus) μασκαράδες ή τραβεστί

υγρότοπος Σχινιά 25/04/2011 Αττική

Ο καλαμόκιρκος είναι συχνός χειμερινός επισκέπτης στην Ελλάδα. Είναι ο μεγαλύτερος από τους κίρκους και βιότοπός του είναι οι υγρότοποι με πυκνούς καλαμιώνες. Ο καλαμόκιρκος πρωταγωνιστεί σε μια ιστορία μασκαράδων (ή τραβεστί, αν προτιμάτε) που δημοσιεύθηκε στο Biology Letters, μια επιθεώρηση της Βρετανικής Βασιλικής Εταιρείας. Οι αρσενικοί καλαμόκιρκοι αρκετές φορές ντύνονται το φτέρωμα του θηλυκών για να αποφύγουν τον σεξουαλικό ανατγωνισμό και  κι έτσι να αποκτήσουν πλεονέκτημα και να ζευγαρώσουν μαζί τους, πιο εύκολα από τους μη μεταμφιεσμένους αρσενικούς.

Η παραπάνω διαπίστωση βασίζεται σε μία νέα, ισπανική μελέτη, η οποία ερεύνησε τους καλαμόκιρκους που ζουν σε υδροβιότοπους της κεντροδυτικής Γαλλίας. Οι περισσότεροι αρσενικοί καλαμόκιρκοι είναι γκρίζοι, ωστόσο περισσότεροι από ένας στους τρεις φέρουν μόνιμο φτέρωμα που μιμείται τα χρώματα των θηλυκών, τα οποία είναι καφέ με άσπρο κεφάλι και ώμους. Παρά τη μεταμφίεσή τους, πολλά από αυτά τα αρσενικά καταφέρνουν να ζευγαρώσουν και να αποκτήσουν απογόνους.

Σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσουν αυτό το ασυνήθιστο μασκαριλίκι (παρενδυσία), οι Ισπανοί ερευνητές τοποθέτησαν κοντά σε 36 φωλιές ομοιώματα τυπικών αρσενικών, τυπικών θηλυκών ή  αρσενικών-«μασκαράδων».

Οι παρατηρήσεις έδειξαν ότι τα αρσενικά που ζούσαν στις φωλιές και ήθελαν να υπερασπιστούν το χώρο τους ήταν τρεις φορές πιθανότερο να επιτεθούν στα ομοιώματα των τυπικών αρσενικών, σε σχέση με τα άλλα δύο.

Ακόμα πιο εντυπωσιακή ήταν η συμπεριφορά των αρσενικών-«μασκαράδων» που είχαν ήδη ζευγαρώσει με θηλυκά και βρίσκονταν στις φωλιές τους: Σε μια έκρηξη «γυναικείας» ζήλιας, επιτίθεντο στα ομοιώματα θηλυκών δύο φορές συχνότερα από ό,τι επιτίθεντο στα ομοιώματα αρσενικών.

Οι ερευνητές θεωρούν ότι τα μεταμφιεσμένα αρσενικά κερδίζουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, αφού μπορούν να τρέφονται σε ξένες περιοχές και να πλησιάζουν τα θηλυκά χωρίς να δέχονται επιθέσεις από τα τυπικά αρσενικά.

Γιατί όμως τα τυπικά αρσενικά ανέχονται αυτό το κόλπο; Μια από τις πιθανές εξηγήσεις είναι ότι τα τυπικά αρσενικά ωφελούνται από τους μη επιθετικούς γείτονες, αφού δεν χρειάζεται να δαπανούν ενέργεια για καβγάδες. Επιπλέον, μπορεί να έχουν την ευκαιρία για «εξωσυζυγικό» ζευγάρωμα με τις συντρόφους των μεταμφιεσμένων αρσενικών. Η έρευνα δημοσιεύεται από την ομάδα της Όντρεϊ Στρενάλσκι του Instituto de Investigacion en Recursos Cingeticos της Ισπανίας.


υγρότοπος Σχινιά 25/04/2011 Αττική

υγρότοπος Σχινιά 25/04/2011 Αττική

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Laudakia stellio (Agama stelio)

Σύμη 25/03/2011 Symi
photo (c) Zissis Antonopoulos Ζήσης Αντωνόπουλος

Η εμφάνισή του και ειδικά η ουρά του θυμίζει κροκόδειλο, γι’ αυτό και η λαϊκή του ονομασία στην Ελλάδα είναι «κροκοδειλάκι». Το παρατηρούμε συχνά το καλοκαίρι σε πολλά νησιά του Αιγαίου, ακόμα και στη Μύκονο. Το μυστικό όμως είναι ότι ζει και στη Θεσσαλονίκη, στα περίχωρα της πόλης. Το επιστημονικό όνομα αυτής της σαύρας του Αιγαίου είναι Laudakia stellio (παλιότερα: Agama stellio).
Παρά την άγρια εμφάνισή του το κροκοδειλάκι του Αιγαίου είναι ένα άκακο εντομοφάγο ερπετό, που το μήκος του φτάνει τα 30 εκατοστά. Ο βιότοπος της είναι οι βραχώδεις περιοχές. Στο φυσικό του περιβάλλον είναι άτολμο και στην ανθρώπινη παρουσία κρύβεται γρήγορα σε σχισμές βράχων ή σε τρύπες που έχουν για φωλιές άλλα ζώα. Προσαρμόζεται όμως εύκολα στην αιχμαλωσία, γι’ αυτό και έχει γίνει αντικείμενο εμπορίου. 
Ζευγαρώνει Μάρτιο και Απρίλιο. Τα θηλυκά γεννάνε από τον Ιούνιο δύο με τρεις φορές το καλοκαίρι 6-8 αυγά, που εκκολάπτονται Αύγουστο  και Σεπτέμβριο.
Το κροκοδειλάκι χωρίζεται σε υποείδη που ζουν σε Ελλάδα, Κύπρο, Αίγυπτο, Τουρκία, Ισραήλ, Συρία, Ιορδανία, Λίβανο, έρημο του Σινά, Σαουδική Αραβία και Ιράκ. Στην Ελλάδα το συναντάμε στη Θεσαλονίκη, Κέρκυρα, Παξούς, Σποράδες, Ρόδο, Κω, Λέσβο, Νάξο, Μύκονο, Δήλο, Πάρο, Αντίπαρο, Λέσβο και άλλα νησιά του Αιγαίου. Σε ορισμένες περιοχές, όπως στην Θεσσαλονίκη και την Κέρκυρα, τα κροκοδειλάκια είναι αποτέλεσμα εισαγωγής.

Σάμος 23/05/2009 Samos
photo (c) Yiorgos Fakas Γιώργος Φάκας


Ρόδος 02/10/2006 Rodos
photo (c) V. Papiomitoglou Βαγγέλης Παπιομύτογλου




Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Ardeola ralloides κρυπτοτσικνιάς

Κερκίνη 06/06/2010 Kerkini

Ο κρυπτοτσικνιάς (Ardeola ralloides) είναι ένας κοντόχοντρος ερωδιός με χοντρό λαιμό, ξανθοκόκκινο πτέρωμα, λευκές φτερούγες και μακρύ λοφίο. Είναι καλοκαιρινός επισκέπτης και αναπαράγεται κρυμμένος σε καλαμιώνες υγρότοπων. Τρέφεται με ψάρια και αμφίβια, όπως το πουλί της κάτω φωτογραφίας που έχει καρφώσει με το ράμφος του έναν βάτραχο.

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Λιμνοθάλασσα Κορισσίων

Κέρκυρα 10/10/2010 Corfu

Βρίσκεται στις νοτιοδυτικές ακτές της Κέρκυρας. Στις αμμώδεις παραλίες υπάρχει το μοναδικό δάσος αγριόκεδρων του νησιού. Οι πετρόμορφες αμμοθίνες συμβάλουν στην ιδιαιτερότητα του τοπίου. Είναι ο σημαντικότερος υγρότοπος του νησιού με μεγάλη αξία για τη διατήρηση και προστασία της αυτοφυούς χλωρίδας, της πανίδας και των ερπετών της Κέρκυρας. Ξεχωρίζουν η χερσαία χελώνα Testudo hermanni, οι νεροχελώνες Emys orbicularis και Mauremys caspica, τα πολύ σπάνια ψάρια των υφάλμυρων νερών Aphanius fasciatus (γούργος ή ζαχαριάς) και Valencia hispanica και η σπάνια πεταλούδα Callimorpha quadripunctata. Εδώ φωλιάζουν τα πουλιά Νανογλάρονο (Sterna albifrons), Μικροτσικνιάς (Ixobrychus minutes) και Θαλασσοσφυριχτής (Charadrius alexandrines). Στην περίοδο της αποδημίας παρατηρούνται κρυπτοτσικνιάδες (Ardeola ralloides), λευκοτσικνιάδες (Egretta garzetta), καλαμοκανάδες (Himantopus himantopus), νεροχελίδονα (Glareola pratincola).

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Urginea maritima (σκιλλοκρεμμύδα), για λευκά και γερά δόντια

Αμοργός 27/09/2007 Amorgos


Από τον Σεπτέμβριο αρχίζουν να ξεπετιούνται μέσα από την ξερή γή οι μεγάλοι βλαστοί της σκιλλοκρεμμύδας, με την πλούσια ταξιανθία τους και τα πολλά λευκά άνθη σε μορφή αστεριού. Η σκιλλοκρεμμύδα (Urginea maritima - ουρτζινέα η παράλια) είναι ένα πλατιά διεσπαρμένο φυτό. Παρά το επιστημονικό της όνομα (παράλια) φυτρώνει και στα βουνά, σε μέσα υψόμετρα.

Ο βολβός της σκιλλοκρεμύδας είναι ογκώδης και φτάνει σε διάμετρο τα 15 εκατοστά. Τα φύλλα της είναι λεία, πλατιά και λογχοειδή. Βγαίνουν τον χειμώνα σε δέσμη αλλά το καλοκαίρι ξεραίνονται και πέφτουν, λίγο πριν από την φθινοπωρινή άνθηση. Ο ανθοφόρος βλαστός είναι όρθιος, λεπτός, άφυλλος και κοκκινωπός. Τα άνθη, που σχηματίζουν πυκνή και μακρόστενη ταξιανθία, έχουν τέπαλα λευκά με ρόδινο νεύρο.  Είναι φυτό δηλητηριώδες αλλά χρησιμοποιείται σε πολλές φαρμακευτικές εφαρμογές, ήδη από την αρχαιότητα.

Στο κοινό σημερινό όνομα «σκιλλοκρεμμύδα» οι νεότεροι Έλληνες συνδυάζουν το αρχαίο όνομα «σκίλλη» με τη ρίζα του φυτού που μοιάζει με ένα μεγάλο κρεμμύδι. Άλλα λαϊκά ονόματα είναι ασκέλλα και κρεμμυδασκέλλα.  Είναι πολύ κοινό φυτό σε αμμώδεις και πετρώδεις τοποθεσίες. Επειδή είναι δηλητηριώδες το συναντάμε σε τεράστιους αριθμούς, αφού δεν μπορούν να το φάνε τα ζώα. Έχει σημαντικές φαρμακευτικές ιδιότητες, γνωστές από την αρχαιότητα. Ο Πυθαγόρας το χρησιμοποιούσε ως αλεξιφάρμακο. Ο βολβός της κρεμμυδασκέλλας έχει διουρητικές, αντιασθματικές, αποχρεμπτικές και καρδιοτονωτικές ιδιότητες. Η αντοχή της κρεμμυδασκέλλας σε δύσκολες οικολογικές συνθήκες οδήγησε τον ελληνικό λαό από την αρχαιότητα να την αναδείξει σε σύμβολο καλοτυχίας και αντοχής. Όπως και οι αρχαίοι έτσι και οι σύγχρονοι Έλληνες κρεμάνε έξω από το σπίτι τους μια κρεμμυδασκέλλα την πρωτοχρονιά για γούρι. Στις Κυκλάδες την χρησιμοποιούν Αύγουστο και Σεπτέμβριο ως στοιχείο για να προβλέψουν τον καιρό του χειμώνα. Αν η ταξιανθία με τα λουλούδια είναι όρθια, αυτό σημαίνει ότι ο χειμώνας θα είναι βροχερός.

Ο Γάλλος περιηγητής Σονινί (Sonnini de Manoncourt) γράφει στο χρονικό του ότι το 1779 που επισκέφθηκε την Αμοργό έμποροι από την Αγγλία φόρτωναν καραβιές με «εγγλέζικο χόρτο» (είδος βαφικού λειχήνα που απέδιδε κόκκινο χρώμα) και σκιλλοκρεμμύδες που, όπως γράφει, «είναι ένα φυτό που φυτρώνει ανάμεσα στους βράχους και θεραπεύει τους λειχήνες (έρπητες)».

Ο ίδιος ο Σονινί είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει τα λαμπρά αποτελέσματα της θεραπείας. Και γράφει πως χρησιμοποιούσαν οι νησιώτες τις σκιλλοκρεμμύδες. Έκοβαν ένα κομμάτι από τον βολβό κι έτριβαν με αυτό εκείνο το σημείο του δέρματος που έπασχε, αφού προηγουμένως το χάραζαν για να απορροφήσει καλύτερα τον χυμό. Έτσι εξαφανίζονταν εντελώς οι έρπητες.

«Αλλά στην χώρα των δεισιδαιμονιών», γράφει ο Σονινί, «δεν περιορίζονται μόνο στις εφαρμογές που επιβάλει η πρακτική εμπειρία. Αποδίδουν στην σκιλλοκρεμμύδα και την ιδιότητα να διατηρεί τα δόντια λευκά και ολόγερα. Τρίβοντάς τα με τον βολβό; Όχι. Μόλις δεις σκιλλοκρεμμύδα να φυτρώνει γονατίζεις και δαγκώνεις το φυλλαράκι που προβάλλει από το χώμα, άσπρο όπως είναι με μαύρες βούλες».

Το όνομα της σκιλλοκρεμμύδας είναι αρχαίο. Προέρχεται από την «σκίλλη». Ο Σονινί μας πληροφορεί ότι στα νησιά του Αιγαίου την ονόμαζαν επίσης «κουβαρόσκιλλα» και «αρχιδόσκιλλα», διατηρώντας βέβαια κυρίαρχο το αρχαίο όνομα «σκίλλη».

Αμοργός 23/11/2007Amorgos


Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Η ορχιδέα «καθρέφτης» και ο... όρχις του βασιλιά Φερδινάνδου

Ophrys speculum (Οφρύς η κατοπτρική)
Αυλίδα (Βοιωτία) 18/03/2009 Avlida (Viotia)
photo Nikos Nikitidis Νίκος Νικητίδης

Εκτός από τους... όρχεις των επισκόπων (κλικ εδώ για περισσότερα), το βασίλειο της ελληνικής φύσης περιλαμβάνει και... βασιλικούς όρχεις. Εξάλλου τι βασίλειο θα ‘τανε; Και στην περίπτωση των βασιλικών όρχεων έχουμε να κάνουμε με μια ελληνική ορχιδέα, με τη διαφορά ότι οι βασιλικοί όρχεις είναι βουλγαρικοί και ανήκουν στον  βασιλιά Φερδινάνδο Α’. Το θέμα περιπλέκεται γιατί στην ιστορία μας (εκτός από τους... όρχεις) πρωταγωνιστούν η εξάρτηση της επιστήμης από την πολιτική εξουσία και η γερμανοβουλγαρική κατοχή 1941-44 στην Ελλάδα.

Το κουβάρι της ιστορίας του όρχεως του «βασιλιά Φερδινάνδου» της Βουλγαρίας αρχίζει να ξετυλίγεται στην… Πορτογαλία.

Το 1800 ο Γερμανός φυσιοδίφης Λινκ (Link) περιγράφει μία ορχιδέα του γένους Οφρύς από την περιοχή της Λισαβόνας και της δίνει το όνομα «Οφρύς η κατοπτρική» (speculum), επειδή το άνθος της έχει μια γαλάζια γυαλιστερή επιφάνεια που μοιάζει με κάτοπτρο (καθρέφτη).

Το 1804 ο Πορτογάλος βοτανικός Μπροτέρο (Brotero) συλλέγει κοντά στην πόλη Κοΐμπρα  της Πορτογαλίας ένα παρόμοιο είδος που ονομάζει «Οφρύς η γυαλιστερή» (vernixia).

To 1806 ο Ιταλός φυσιοδίφης Μπερνάρντι (Bernardi) περιγράφει μια παρόμοια με τις προηγούμενες ορχιδέα από το Παλέρμο της Σικελίας και της δίνει το όνομα «Οφρύς η βλεφαριδωτή» (ciliata) από το πυκνό τρίχωμα που περιβάλλει το γλωσσίδιο του άνθους.

Στα τέλη του 19ου αιώνα ξεσπάει ένας μάλλον ανούσιος πόλεμος για το ποια είναι η αποδεκτή ονομασία αυτών των φυτών. Το όνομα «Οφρύς η κατοπτρική» (speculum) κηρύσσεται παράνομο και επικρατεί η ονομασία «Οφρύς η γυαλιστερή» (vernixia).

Σήμερα τα πράγματα έχουν απλοποιηθεί. Σύμφωνα με τον Βέλγο ειδικό Πιέρ Ντελφόρζ (P. Delforge) η Ophrys vernixia (Οφρύς η γυαλιστερή) ευδοκιμεί σε Πορτογαλία και Ισπανία. Και η Ophrys speculum (Οφρύς η κατοπτρική), που είναι παρόμοια αλλά έχει πιο στρογγυλό γλωσσάριο, εξαπλώνεται στην Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο. Στην χώρα μας την βρίσκουμε συχνά στη νότια Ελλάδα, με εξαίρεση την Κρήτη. Ακόμα καλύτερα απλοποίησε την κατάσταση ο Γερμανός βοτανικός Βέρνερ Γκρόιτερ (Werner Greuter), που πρότεινε μια ονομασία, την Ophrys speculum, που έγινε αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα.

Και στο σημείο αυτό της ιστορίας μας εμφανίζεται ο «όρχις του βασιλιά Φερδινάνδου» για να μας δείξει ότι η επιστημονική κοινότητα δεν είναι ανεξάρτητη από την πολιτική εξουσία, την οποία μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις υπηρετεί.

Το 1943 κι ενώ η Ελλάδα στενάζει από τη γερμανική μπότα και η Μακεδονία από την απάνθρωπη βουλγαρική κατοχή, δύο βοτανικοί επιστήμονες από τις δύο συμμαχικές χώρες του ναζιστικού Άξονα ανακοινώνουν μία νέα ορχιδέα από την Ελλάδα. Ο Βούλγαρος Μπόρις Αχτάρωφ (Achtaroff) και ο Γερμανός Β. Κέλερερ (Kellerer) περιγράφουν το 1943 μία νέα ορχιδέα από την Ρόδο και της δίνουν το όνομα «Οφρύς του βασιλιά Φερδινάνδου» (Ophrys regis-ferdinandi), για να τιμήσουν τον τότε βασιλιά της Βουλγαρίας Φερδινάνδο Α’ (1861-1945).

Η ελληνική ορχιδέα του… Βούλγαρου βασιλιά Φερδινάνδου, είναι παρόμοια με την
Ophrys speculum (κατοπτρική) αλλά έχει πιο μακρόστενο γλωσσάριο κι έτσι αποτελεί ξεχωριστό είδος. Και οι δύο μιμούνται είδη σκαθαριών που έχουν γυαλιστερό κέλυφος.  Η εξέλιξη στο Αιγαίο παρουσιάζει πολύ πιο πλούσια βιοποικιλότητα από την υπόλοιπη Μεσόγειο, κι έτσι δίπλα στην Ophrys speculum (κατοπτρική) προστέθηκε ένα παρόμοιο αλλά νέο είδος, το οποίο η ναζιστική περίοδος της γερμανικής επιστήμης αφιέρωσε στον σύμμαχο βασιλιά της Βουλγαρίας. Μέσα από το συντεχνιακό σύστημα ονοματοδοσίας των φυτών, το ιερατείο των βοτανικών συνεχίζει ένα φυτό του Αιγαίου που ανθίζει σε Ρόδο, Σύμη, Τήλο, Σάμο και Χίο να το ονομάζει ορχιδέα του Βούλγαρου βασιλιά Φερδινάνδου, με περιγραφή από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Προφανώς γιατί η επιστήμη είναι... ανεξάρτητη από τις πολιτικές εξουσίες και σκοπιμότητες.

Η περίπτωση του Βούλγαρου βασιλιά δεν είναι η μοναδική. Η ταλαιπωρία της ελληνικής φύσης με ονόματα βασιλιάδων, συγγενών, φίλων αλλά και πολυεθνικών εταιρειών έχει πολλά επεισόδια. Αλλά περί αυτών σε κάποια μελλοντική ανάρτηση...

Ophrys regis-ferdinandi (Οφρύς του βασιλιά Φερδινάνδου)
Ρόδος 31/03/2007 Rodos
photo Zissis Antnopoulos Ζήσης Αντωνόπουλος

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Μανδραγόρας (Mandragora autumnalis) ένα ανθρωπόμορφο δηλητήριο

Κάστρο Ρεθύμνου 31/01/2011 Castle of Rethymnon
Ο μανδραγόρας είναι ένα ισχυρά δηλητηριώδες φυτό με πολλές ιστορίες στην μαγεία, την μυθολογία, την φαρμακευτική, την ιατρική και την γλωσσολογία. Ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στα βοτανικά του χαρακτηριστικά. 

Ο Μανδραγόρας ο φθινοπωρινός [ Mandragora autumnalis Bertol., 1820 και συνώνυμο Mandragora officinarum (=φαρμακευτικός) ] είναι ένα φυτό πολύ κοινό στην Ελλάδα. Το βρίσκουμε στην ηπειρωτική Ελλάδα από την Θεσσαλία και νοτιότερα, στα νησιά και την Κρήτη
Φυτρώνει σε πετρώδεις θέσεις (όπως αυτή της φωτογραφίας από το κάστρο του Ρέθυμνου) και χέρσα χωράφια. Τα φύλλα είναι πολύ μεγάλα και σχηματίζουν ρόδακα. Από το κέντρο του ρόδακα αναπτύσσονται τα μικρά κυανά-ιώδη άνθη με εμφανείς νευρώσεις σαν φλέβες.
Οι καρποί του είναι κίτρινες ράγες σε σχήμα μικρού μήλου, ένα χαρακτηριστικό που οδήγησε τον Διοσκουρίδη να ονομάσει το φυτό «αντίμηλον». (Δεξιά στην εικόνα φαίνονται όλα τα μέρη του φυτού με τους καρπούς). Το συναντάμε φυτρωμένο, ανθισμένο ή καρπισμένο στην μεγαλύτερη διάρκεια του έτους με εξαίρεση το καλοκαίρι. Η ρίζα του μανδραγόρα είναι σαρκώδης, μεγάλη, κάθετη, διχαλωτή από ένα σημείο και ανθρωπόμορφη σύμφωνα με την λαϊκή παρατηρητικότητα. Με την χαρακτηριστική ανθρωπόμορφη ρίζα του πέρασε από τα πανάρχαια χρόνια στον χώρο της μαγείας.

Η ρίζα του μανδραγόρα περιέχει ατροπίνη, υοσκυαμίνη, σκοπολαμίνη, μανδραγορίνη που είναι ισχυρές κατευναστικές ουσίες. Έτσι θεωρείται από τα περισσότερο τοξικά φυτά της ελληνικής χλωρίδας. Έχει πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες (είναι και ομοιοπαθητικό) αλλά δεν χρησιμοποιείται πολύ από την λαϊκή ιατρική (που είναι συνέχεια της αρχαίας) και για την ισχυρή τοξικότητά του αλλά και διότι το ξερίζωμά του έχει συνδεθεί με ένα σωρό δεισιδαιμονίες και μαγικές πρακτικές.
Από την αρχαιότητα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες, πιστευόταν ότι ο μανδραγόρας είχε σχέση με τις σκοτεινές υποχθόνιες δυνάμεις, λόγω της διχαλωτής ρίζας του που της έδιναν ανθρωπόμορφη διάσταση. Έτσι φρόντιζαν να ξεριζώνουν την ρίζα τα μεσάνυχτα κι αφού ακολουθούσαν ορισμένες τελετουργίες. Δεν έπρεπε να έρθει ανθρώπινο χέρι σε επαφή με τον μανδραγόρα, γι΄αυτό και επινοούσαν διάφορες μαγικές πρακτικές για να τον ξεριζώσουν. Ιδιαίτερα στον Μεσαίωνα, από την περίοδο του οποίου έχουμε πολλές εικόνες σε χειρόγραφα με ανθρωπόμορφους μανδραγόρες, το φυτό κυριαρχούσε στις δεισιδαιμονίες και την μαγεία.

Επιστρέφουμε στην χώρα μας. Πολύ σύντομα η λαϊκή γνώση για τις ναρκωτικές και κατευναστικές ιδιότητες του μανδραγόρα πέρασε στην πρακτική και τα φάρμακα των αρχαίων Ελλήνων ιατρών. Ο Διοσκουρίδης (4. 76) έδινε στους ασθενείς του κρασί με λίγο χυμό από ρίζα μανδραγόρα για να τους ρίξει σε βαθύ ύπνο και να μπορέσει να καυτηριάσει τις πληγές τους ή να κάνει πολυπλοκότερες επεμβάσεις. Χρειαζόταν όμως μεγάλη εμπειρία στην δοσολογία και τις χρήσεις του μανδραγόρα, γιατί η επίδραση του  μπορεί να ήταν ανεπαρκής ή πολύ δυνατή κι άρα επικίνδυνη και θανατηφόρα. Γι' αυτό και οι χειρουργοί έδεναν καλού κακού τους ασθενείς στα κρεβάτια τους. Η πρακτική αυτή δεν άλλαξε μέχρι το 1846, όταν εφαρμόστηκε η νάρκωση με αιθέρα. Η Ελληνική Αναισθησιολογική Εταιρεία είχε παλιότερα σαν έμβλημά της τον μανδραγόρα.
Βεβαίως, η ιστορία του μανδραγόρα έχει και το γλωσσολογικό της μέρος. Η αρχαία λέξη μανδραγόρας θεωρείται ότι αναφέρεται στο όνομα κάποιου γιατρού, ο οποίος φαίνεται ότι έκανε εκτεταμένη χρήση του φυτού και είχε επιτυχίες. Κατά μία άλλη εκδοχή πρόερχεται από το περσικό όνομα mardum guis (=φυτό του ανθρώπου), που πέρασε σε άλλες γλώσσες και στην ελληνική. Αυτή η δεύτερη ετυμολογική εκδοχή πάσχει (όπως γίνεται με τα ελληνικά ονόματα άλλων φυτών) από λογική ασυνέπεια. Πως είναι δυνατόν ένα τόσο πολύ κοινό φυτό, όπως είναι ο μανδραγόρας, να ονομάστηκε από ένα γλωσσικό δάνειο και από μια χώρα που βρίσκεται τόσο μακριά; Και σήμερα πάντως η κοινή του ονομασία στην Ελλάδα παραμένει «μανδραγόρας». 
Αμοργός 10/12/2005 Amorgos

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Mesotriton alpestris αλπικός τρίτωνας

Σμόλικας 30/07/2011 Smolikas



Ο Mesotriton alpestris Laurenti 1768 (συνώνυμο Τriturus alpestris) εξαπλώνεται στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, από τη νότια Δανία ως την Ουκρανία και από τη βόρεια Ισπανία ως τα Βαλκάνια. Στην Ελλάδα εξαπλώνεται στην οροσειρά της Πίνδου, σε μικρό τμήμα της Ροδόπης και στα βουνά της Βόρειας Πελοποννήσου σε υψόμετρα πάνω από τα 700 m. Οι πληθυσμοί της Ελλάδας παρουσιάζουν φαινόμενα γεωγραφικής απομόνωσης και ενδογαμίας. Γι' αυτό και αποτελούν το ξεχωριστό υποείδος Mesotriton alpestris velouchiensis (Wolterstorff 1935). Τα κοινά ελληνικά του ονόματα είναι «αλπικός τρίτωνας» και «βουνοτρίτωνας». Ζει σε μόνιμους ή εποχιακούς υγρότοπους με κρύο και διαυγές νερό και σε υψόμετρα 700 έως 2400 m. Κίνδυνοι μείωσης αντιμετωπίζουν οι πληθυσμοί της Πελοποννήσου και της Ανατολικής Στερεάς, ενώ το είδος έχει εξαφανιστεί από το Παναχαϊκό όρος. Ευαίσθητοι είναι και οι πληθυσμοί στις Δρακολίμνες του Σμόλικα και της Τύμφης. Ο αλπικός τρίτωνας περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (εκδ. 2009).

Η Δρακολίμνη του Σμόλικα


Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Sparisoma cretense σκάρος

Νάξος 14/09/2009 Naxos

Ο σκάρος είναι ψάρι των θερμών θαλασσών. Από τα 10 είδη σκάρων τα 9 ζουν στις τροπικές θάλασσες. Στην Ελλάδα τον βρίσκουμε κυρίως στα νερά της Κρήτης (από την οποία και ονομάστηκε) και των Κυκλάδων. Το σώμα του είναι επίμηκες, ελαφρά πεπιεσμένο στις πλευρές και καλύπτεται από μεγάλα λέπια. Το πάνω σαγόνι προεξέχει και μοιάζει με ράμφος παπαγάλου, γι’ αυτό και τον λένε παπαγάλο της θάλασσας. Το αρσενικό έχει χρώμα μαυροπράσινο. Το θηλυκό είναι πολύχρωμο με κυρίαρχο το κόκκινο χρώμα, όπως αυτό της φωτογραφίας. Όπως υποστηρίζει ο Αριστοτέλης είναι το μόνο ψάρι που μηρυκάζει, όπως οι κατσίκες.

Οι ψαράδες συνηθίζουν να συλλαμβάνουν ζωντανό έναν κόκκινο θηλυκό σκάρο, όπως αυτόν της φωτογραφίας. Τον δένουν πίσω από την βάρκα και τον τραβάνε σιγά σιγά σε περιοχή όπου υπάρχουν πολλοί αρσενικοί γκριζόμαυροι σκάροι. Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντα ένα κοφίνι γεμάτο αρσενικούς σκάρους.

Οι σκάροι τρελαίνονται για τα κολοκυθόφυλλα τα οποία συχνά χρησιμοποιούνται ως δόλωμα για το ψάρεμα τους. Η τροφή τους αποτελείται  από ψιλό φύκι, καβουράκια και πεταλίδες. Ο σκάρος τρώγεται ακαθάριστος και μαζί με όλα του τα εντόσθια, αρκεί να έχει ψαρευτεί νηστικός. Πρέπει όμως να βγει η χολή του, την οποία οι νησιώτες την βγάζουν με ένα σπίρτο ή μια οδοντογλυφίδα.

Οι σκάροι γίνονται ψητοί στα κάρβουνα ή στην χόβολη. Στην Κρήτη τους κάνουν και πλακί στην κατσαρόλα ή με μπάμιες στο φούρνο.

Το σημερινό όνομα του σκάρου είναι ίδιο με το αρχαίο και προέρχεται από το ρήμα σκαίρω (=σπαρταράω, χοροπηδώ). Στη στεριανή Ελλάδα «σκάρος» λέγεται η έξοδος του κοπαδιού και γενικά η βοσκή.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Η επιμήκυνση της γερμανικής κατοχής στην ελληνική φύση

Με όλη αυτή την προπαγάνδα για τους Γερμανούς φορολογούμενους θα καταντήσουμε να αισθανόμαστε… ενοχές που αγοράζουμε γερμανικά αυτοκίνητα, πληρώνουμε γερμανικά υποβρύχια (ακόμα κι αν γέρνουν), κινούμαστε στο μετρό με γερμανικούς συρμούς της… «αδιάφθορης» Σήμενς και… διαφθειρόμαστε με γερμανικές μίζες. Έτσι όπως το πάνε με αυτά που λέγονται και αποφασίζονται στην Γερμανία ίσως τελικά να πρέπει να αισθανόμαστε ένοχοι και για την αντίστασή μας στη γερμανική κατοχή. 

Η γερμανική κατοχή 1941-44 με την επιβολή αναγκαστικών δανείων, την πείνα, τα βασανιστήρια, τις καταστροφές χωριών και τις μαζικές εκτελέσεις άφησε βαθιά τραύματα στις γενιές των πατεράδων και των παππούδων μας, που σε ένα βαθμό τα μετέφεραν και σε μας. Η παλιά ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948) των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Λογοθετίδη, που επαναλαμβάνεται συχνά από την τηλεόραση, δείχνει την απέχθεια που είχαν οι Έλληνες για την γερμανική κατοχή.

Η λεηλασία της Ελλάδας από τους Γερμανούς ήταν τόσο καθολική, ώστε δεν εξαίρεσαν και την ελληνική φύση. Για παράδειγμα, το 1942 Γερμανοί βοταναλόγοι σάρωσαν την Ελλάδα και συγκέντρωσαν γενετικό υλικό από χιλιάδες άγρια φυτά και εκατοντάδες ποικιλίες καλλιεργήσιμων φυτών. Στόχος τους ήταν να δημιουργήσουν βελτιωμένες ποικιλίες. Το γενετικό υλικό από τα ελληνικά φυτά συγκεντρώθηκε στο ινστιτούτο IPK του Γκατερσλέμπεν. Πρόσφατα ένα ποσοστό σπόρων από ποικιλίες σταριού, κριθαριού, βρώμης και λαθουριού επαναπατρίστηκε στο Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων.

Και να ήταν μόνον αυτό; Η επιμήκυνση της γερμανικής κατοχής στην ελληνική φύση συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι σήμερα και αρχίζει πολύ πριν αποφασίσει η… «αγαπημένη» μας κυρία Μέρκελ να διαπραγματευτεί την επιμήκυνση του χρέους της ελληνικής οικονομίας.

Η ορχιδέα ενός Βούλγαρου βασιλιά

Ας ξεχάσουμε για λίγο την Μέρκελ και τους Γερμανούς φορολογούμενους, για να πάμε πίσω στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Βρισκόμαστε στο 1943. Η Ελλάδα στενάζει από τη γερμανική μπότα και η Μακεδονία από την απάνθρωπη βουλγαρική κατοχή. Το 1943 δύο βοτανολόγοι από τις δύο χώρες του ναζιστικού Άξονα δημοσιεύουν μια επιστημονική ανακοίνωση για ένα νέο φυτό από την Ελλάδα. Ο Βούλγαρος Μπόρις Αχτάρωφ και ο Γερμανός Β. Κέλερερ περιγράφουν μία νέα ορχιδέα από την Ρόδο και της δίνουν το όνομα «Οφρύς του βασιλιά Φερδινάνδου» (Ophrys regis-ferdinandi), για να τιμήσουν τον τότε βασιλιά της Βουλγαρίας Φερδινάνδο Α’ (1861-1945).

Η Ophrys regis-ferdinandi από την Ρόδο
Η ελληνική ορχιδέα του… Βούλγαρου βασιλιά Φερδινάνδου, μιμείται ένα σκαθάρι με μακρόστενο γυαλιστερό κέλυφος και πολλές τρίχες. «Τρίχες» πάντως αποδείχτηκε η βιωσιμότητα τoυ βασιλιά της Βουλγαρίας, που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς ναζιστές και εκδιώχθηκε. Παρ’ όλ’ αυτά, ένα φυτό του Αιγαίου που ανθίζει σε Ρόδο, Σύμη, Τήλο, Σάμο και Χίο συνεχίζει να ονομάζεται «ορχιδέα του Βούλγαρου βασιλιά Φερδινάνδου», με περιγραφή από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.

Όμως η επιμήκυνση της γερμανικής κατοχής στην ελληνική φύση επεκτείνεται σε στεριά και θάλασσα. Από την επιμήκυνση αυτή δεν λείπει και ο αναπόφευκτος… «αμερικανικός δάκτυλος». Ας δούμε πρώτα τι γίνεται στη στεριά.

Οι γερμανοί της στεριάς


Το φυτό Solanum elaeagnifolium είναι ιθαγενές της Νοτίου και Κεντρικής Αμερικής. Είναι φυτό επιγενές, δηλαδή ήρθε στον τόπο μας από άλλα μέρη. Ανήκει στην ίδια οικογένεια με τη ντομάτα και τη μελιτζάνα, μόνο που είναι πολύ επιθετικό, δηλητηριώδες και επιβλαβές ζιζάνιο. Συγγενικά του είδη είναι ο στύφνος (Solanum nigrum) και η αγριοκαρπουζιά (Solanum rostratum). Το λαϊκό του όνομα είναι «γερμανός».

Ο «γερμανός» πρωτοεμφανίστηκε το 1927 κοντά στη Θεσσαλονίκη. Πιθανολογείται ότι σπόροι του βρίσκονταν σε αμερικάνικα λιπάσματα ή αργεντίνικα σιτηρά, που είχαν εισαχθεί τότε στη συμπρωτεύουσα. Οι Θεσσαλονικείς παρατήρησαν το φυτό σε μεγάλους αριθμούς στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής, το συνάρτησαν με τους Γερμανούς και το ονόμασαν «γερμανό». Άλλες λαϊκές του ονομασίες είναι «αγριοντοματιά» και «αγριομελιτζανιά» από τους σφαιρικούς καρπούς του που μοιάζουν με ντοματάκια ή από την μορφή των λουλουδιών του που μοιάζουν με της μελιτζάνας. Την άνοιξη και το καλοκαίρι τα πρανή πολλών δρόμων και χωραφιών είναι κατάφυτα από ανθισμένους «γερμανούς», οι οποίοι πλέον έχουν εισβάλλει και μέσα στις πόλεις κατακτώντας παρτέρια και πλατείες ακόμα και μέσα στην Αθήνα.

Ο «γερμανός» είναι ζιζάνιο των ανοιξιάτικων φυτών μεγάλης καλλιέργειας, των δενδρωδών καλλιεργειών και του αμπελιού. Θεωρείται από τα πιο ανταγωνιστικά ζιζάνια στις καλλιέργειες του βαμβακιού (Gossypium hirsutum) και της φιστικιάς (Arachis hypogaea). Η ζημιά των καλλιεργούμενων φυτών δεν οφείλεται μόνο στον ανταγωνισμό του «γερμανού» αλλά και στις τοξικές ουσίες που εκκρίνει στο περιβάλλον. Επίσης οι «γερμανοί» είναι ξενιστές επιβλαβών εντόμων (Lygus hesperus) και μυκήτων (Rhizoctonia solani, Cercospora atromarginalis, Verticillium albo-atrum).

Μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Τογρίδου, Α., Σγαρδέλης, Σ. & Παντής, Ι) έδειξε ότι ο «γερμανός» αντέχει την ρύπανση και την πίεση του αστικού περιβάλλοντος και ότι «παρουσιάζει πλαστικότητα ως προς τις στρατηγικές αύξησης και χωροδιάταξης ανάλογα με την ένταση της περιβαλλοντικής πίεσης που δέχεται, η οποία φαίνεται να του προσδίδει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων ειδών». Κι έτσι σαν τα γερμανικά τανκς πάντζερ οι «γερμανοί» κατακτούν όλο και περισσότερους δρόμους, πλατείες και χωράφια το καλοκαίρι, χωρίς τίποτα να μπορεί να τους σταματήσει. Ούτε καν τα προγράμματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου…

Οι γερμανοί της θάλασσας


Εκτός από τους εισβολείς «γερμανούς» της στεριάς, υπάρχουν και οι «γερμανοί» εισβολείς της θάλασσας. Πρόκειται για ένα είδος αγριοάσαλπας, που ήρθε στα νερά μας μετά την διάνοιξη  της διώρυγας του Σουέζ. Αυτά τα ψάρια–εισβολείς, που μας ήρθαν από τον Ινδικό Ωκεανό, ονομάζονται «Λεσσεψιανοί μετανάστες», προς τιμήν του Γάλλου μηχανικού Λεσσέψ που άνοιξε την διώρυγα του Σουέζ.
Siganus rivulatus

Η Συμιακή επίτιμη Λυκειάρχης κ. Ελένη Ζαχαρίου – Μαμαλίγκα στο βιβλίο της «Τα ψάρια Σύμης – Ρόδου, Δωδεκανήσου / Οι επιστημονικές, τοπικές, κοινές νεοελληνικές και αρχαίες ελληνικές ονομασίες τους» (Ρόδος 2000) σημειώνει ότι για το ψάρι «γερμανός» (Siganus rivulatus), η συμιακή ονομασία του είναι «άσπρος γερμανός» και η κοινή ελληνική του ονομασία «άσπρη αγριόσαλπα ή άσπρη προσφυγοπούλα» και μας πληροφορεί τα ακόλουθα:

«Το ψάρι αυτό είναι ο πρώτος Λεσσεψιανός μετανάστης που βρέθηκε στη θαλάσσια περιοχή μας. Στη Σύμη αλιεύτηκε για πρώτη φορά το 1925, κατά τη μαρτυρία του ψαρά Νικήτα Διακοσταματίου (Πισσά), στον οποίο οφείλεται και η συμαϊκή ονομασία του ψαριού αυτού: γερμανός.

«Στις 05/05/1925, μαθητής τότε του Δημοτικού Σχολείου ο Νικήτας Διακοσταματίου (Πισσάς) ψάρευε το απομεσήμερο με καλαμίδι μαζί με ένα συμμαθητή του, στη θέση Μουράγιο του λιμανιού της Σύμης. Σε κάποια στιγμή έπιασαν κάτι ψάρια διαφορετικά από τα συνηθισμένα, και, καθώς τα απαγκίστρωναν, τρυπήθηκαν από τα πτερύγιά τους, ένιωσαν δυνατό πόνο, μάτωσαν και έβαλαν τις φωνές. Στην απορία των περαστικών τι ψάρια ήταν αυτά που τους προκάλεσαν τόσο πόνο, ο μικρός Νικήτας, επηρεασμένος από το πρωινό μάθημα Ιστορίας, κατά το οποίο ο δάσκαλός τους μίλησε για τις αγριότητες των Γερμανών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, απάντησε: «Άγρια και κακά σαν Γερμανοί». Από τότε τα ψάρια αυτά στη Σύμη ονομάζονται «γερμανοί».

«Κατά τη μαρτυρία του ψαρά Μιχάλη Αλεξόπουλου, οι άσπροι γερμανοί, που εμφανίστηκαν στη θαλάσσια περιοχή της Σύμης γύρω στο 1925, πλησίαζαν την ακτή κοπάδια-κοπάδια. Οι ψαράδες τους έζωναν (=περικύκλωναν) με δίχτυα σε φυκιάδες. Αποτέλεσαν το 5% με 6% περίπου των αλιευμάτων. Από το 1985 με 1986 άρχισαν να μειώνονται, αλλά από το 1991 παρουσιάζονταν πάλι κοπαδάκια-κοπαδάκια. Από το 1996 άρχισαν πάλι να λιγοστεύουν».
Siganus luridus

Εκτός από τους άσπρους, υπάρχουν και οι μαύροι γερμανοί (Siganus lupidus), που κι αυτοί είναι λεσσεψιανοί μετανάστες από τον Ινδικό Ωκεανό. Σύμφωνα με την κ. Ελένη Ζαχαρίου – Μαμαλίγκα, πρωτοεμφανίστηκαν στα Δωδεκάνησα γύρω στο 1935 με 1940. Ήλθαν σε κοπάδια. Εντοπίστηκαν και κοπάδια συνολικού βάρους 500 κιλών. Αποτελούσαν το 20% των αλιευμάτων για τους ψαράδες της Σύμης. Από το 1955 άρχισαν να μειώνονται. Από το 1996 σχημάτισαν και πάλι εμπορεύσιμους πληθυσμούς.

Όπως φαίνεται, η δράση των παλαιών κατακτητών και τώρα πια συμμάχων, συνεταίρων, δανειστών (και ίσως πάλι κατακτητών) μας Γερμανών έχει αφήσει τα σημάδια της στις λαϊκές ονομασίες ειδών της στεριάς και της θάλασσας, επιμηκύνοντας την γερμανική κατοχή στην ελληνική φύση. Οι Γερμανοί τουρίστες πάντως καταβροχθίζουν απτόητοι το καλοκαίρι στα νησιά τους «γερμανούς» τους…

Νίκος Νικητίδης

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Belone belone ζαργάνα

Αίγινα  14/09/2011


Ο Σεπτέμβριος είναι η εποχή της ζαργάνας. Είναι ο μήνας που τα κοπάδια με τις ζαργάνες πλησιάζουν τις ακτές (γιαλώνουν) για να κυνηγήσουν τον γόνο των ψαριών που έχουν αναπαραχθεί το καλοκαίρι, όπως τα κεφαλόπουλα, οι γόπες, οι σαρδέλες και οι αθερίνες.

Η ζαργάνα είναι φοβερός κυνηγός. Κολυμπάει αργά κοντά στην επιφάνεια και με το μακρόστενο σχήμα της ανακατεύεται με τον ελαφρό κυματισμό με τέτοιο τρόπο ώστε δεν διακρίνεται εύκολα, όπως φαίνεται και στην φωτογραφία κάτω. Μόλις πλησιάζει ένα κοπαδάκι με ψαράκια εξαπολύει την επίθεσή της με μεγάλη ταχύτητα, σαν βέλος. Χτυπάει δυνατά με την σουβλερή μύτη της το ψαράκι και το σκοτώνει. Τα άλλα ψαράκια πετιούνται πάνω από το νερό για να γλυτώσουν, δίνοντας μας τις γνώριμες εικόνες στις ακτές τον Σεπτέμβριο. Πολλές φορές οι ζαργάνες κυνηγάνε σε κοπάδια, που αριθμούν πολλές δεκάδες άτομα.

Η ζαργάνα είναι κοσμοπολίτικο είδος. Ζει στην Μεσόγειο, το Εύξεινο Πόντο και στον Ατλαντικό από τη Σενεγάλη μέχρι τη Νορβηγία.


Το επιστημονικό όνομα της ζαργάνας Belone belone παραπέμπει στο σαν βέλος σώμα της κι έχει ελληνική προέλευση (βέλος>βελόνα). «Βελόνα» και «σακοράφα» είναι και τα ελληνικά λαϊκά της ονόματα. Η σημερινή κοινή ελληνική ονομασία «ζαργάνα» προέρχεται από την αρχαία ελληνική «σαργάνη» και την βυζαντινή μετεξέλιξή σε «ζαργάνη».

Η ζαργάνα είναι πολύ νόστιμο ψάρι, με ιδιαίτερη γεύση. Τρώγεται κι ευχάριστα, γιατί έχει ένα λεπτό μεσαίο κόκκαλο που βγαίνει εύκολα. Αυτό το μεσαίο κόκκαλο είναι πράσινο κι έχει την ιδιότητα να φωσφορίζει. Η ζαργάνα γίνεται πλακί στον φούρνο, ψητή αλλά κυρίως τηγανητή. Κι επειδή συνήθως δεν χωράει στο τηγάνι, οι νοικοκυρές καρφώνουν τη σουβλερή μύτη της στη σάρκα της, κάνοντας ένα είδος κύκλου και μετά την τηγανίζουν.


Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Cervus elaphus - κόκκινο ελάφι

Ερωτικό κάλεσμα στην Πάρνηθα 17/09/2009

Από τον Σεπτέμβριο αρχίζει η περίοδος αναπαραγωγής του κόκκινου ελαφιού. Το ελάφι ήταν αρκετά διαδεδομένο στο παρελθόν στη βόρεια και κεντρική Ελλάδα και στην Εύβοια. Μέχρι το 1940 υπήρχε σε όλα τα δάση της Μακεδονίας και της Θράκης. Εξαφανίστηκε από την Ήπειρο τη δεκαετία του 1960. Επιβίωνε στη Σιθωνία της Χαλκιδικής, όπου το 1969 αριθμούσε περισσότερα από 100 άτομα, αλλά πλέον αυτός ο πληθυσμός δεν υπάρχει. Σήμερα ο μοναδικός φυσικός πληθυσμός ελαφιού, 20-30 ατόμων, ζει στα δάση της Ροδόπης. Ένας μικρός πληθυσμός περίπου 10 ελαφιών, που προέρχεται από εισαγωγή ατόμων του υπουργείου Γεωργία από εκτροφείο,  ζει στην παραποτάμια περιοχή των ποταμών Άραχθου και Καλαρίτικου στην Ήπειρο.

Στη Πάρνηθα τα ελάφια αποτελούν το μοναδικό συμπαγή πληθυσμό του είδους που διατηρείται στην Ελλάδα, αν και παρουσιάζουν ενδείξεις εξημέρωσης και οπωσδήποτε ανοχής στην ανθρώπινη παρουσία. Πρόκειται για περίπου 500 άτομα, που όμως είναι πολλά για το οικοσύστημα του βουνού. Η προέλευση των ελαφιών της Πάρνηθας είναι ασαφής. Ο αρχικός τους πληθυσμός προέρχεται με σιγουριά από άτομα που δραπέτευσαν από το βασιλικό κτήμα Τατοΐου και τα οποία πιθανώς να διασταυρώθηκαν με άγρια ελάφια που ίσως να ζούσαν στην Πάρνηθα. Αργότερα ο πληθυσμός τους αναμείχτηκε με ελάφια που εισήχθησαν από την Δανία και την πρώην Γιουγκοσλαβία.

Η έλαφος η ευγενής (Cervus elaphus, υποείδος hippelaphus) ονομάζεται «κόκκινο ελάφι», για να ξεχωρίζει από το ελάφι της Ρόδου (Cervus Dama ή Dama dama). Στην πραγματικότητα το χρώμα του είναι καφεκκόκκινο το καλοκαίρι και γκρίζο τον χειμώνα.

Οι ελαφίνες ζουν μητριαρχικά, σχηματίζουν πειθαρχημένες αγέλες, ζουν μαζί όλο το χρόνο κι έχουν αρχηγό τη γηραιότερη λαφίνα. Τα αρσενικά ελάφια ζουν μοναχικά ή σχηματίζουν χαλαρές ομάδες, κυρίως τα νεότερα άτομα. Στην εποχή της αναπαραγωγής, το φθινόπωρο, τα πιο εύρωστα και κυρίαρχα αρσενικά σχηματίζουν χαρέμια από 8-10 θηλυκά. Οι ελαφίνες γεννάνε την άνοιξη ένα μικρό, που έχει άσπρες βούλες, οι οποίες χάνονται σταδιακά μέχρι να ενηλικιωθεί. Το αρσενικό κόκκινο ελάφι έχει ύψος 1,2 μέτρα, ζυγίζει μέχρι 300 κιλά κι έχει κέρατα, το μέγεθος των οποίων και οι διακλαδώσεις τους δείχνουν και την ηλικία του. Τα θηλυκά είναι μικρότερα, πιο ντελικάτα και δεν έχουν κέρατα. Τα κόκκινα ελάφια ζουν 12-15 χρόνια.

Τα κόκκινα ελάφια τρέφονται με χορτάρι, πόες, τρυφερούς βλαστούς δέντρων και θάμνων, καρπούς, άγρια φρούτα και μανιτάρια (η Πάρνηθα φημίζεται για τα μανιτάρια της). Ζουν μέσα στο ελατοδάσος, κοντά σε πηγές και ρεματιές. Τον χειμώνα κατεβαίνουν σε χαμηλότερες τοποθεσίες της Πάρνηθας, για να τραφούν στα δρυοδάση γύρω από το Κατσιμίδι, σε πευκοδάση και πυκνή μακία βλάστηση. Το μεσημέρι μηρυκάζουν την τροφή τους. Βοσκάνε το πρωί και το απόγευμα κι αυτές είναι οι ώρες που μπορούμε να τα δούμε σε πολλές τοποθεσίες.

Το ελάφι περιλαμβάνεται στο «Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας» (εκδ. 2009) με τον χαρακτηρισμό «κρισίμως κινδυνεύον».

Ένα αρσενικό ελάφι με το χαρέμι του στην Πάρνηθα, 17/09/2009


Μια λαφίνα με το μικρό της, Πάρνηθα 05/09/2009

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Echinaster sepositus - κόκκινος αστερίας

Σαρωνικός 07/02/2009 
photo (c)  Βασίλης Κουλουμπέρης

Ο πιο κοινός αστερίας των θαλασσών μας. Ζει σε βραχώδεις βυθούς με βλάστηση και μέχρι βάθος 200m. Η διάμετρός του φθάνει τα 18cm.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Pagurus Bernhardus ερημίτης κάβουρας

Βουλιαγμένη 08/06/2009
photo (c)  Βασίλης Κουλουμπέρης

Οι κάβουρες ανήκουν στα μαλακόστρακα και στην υφομοταξία των καρκινοειδών. Οι ερημίτες κάβουρες ξεχωρίζουν από τα άλλα θαλασσινά καβούρια, επειδή έχουν μαλακή και απροστάτευτη κοιλιά. Έτσι αναγκάζονται να βρίσκουν καταφύγιο σε διάφορα άδεια όστρακα. Σχεδόν πάντοτε κουβαλάνε στη ράχη τους και το όστρακο-καταφύγιό τους. Όταν μεγαλώσουν αναζητούν ένα μεγαλύτερο όστρακο που να τους χωράει. Συνήθως κινούνται και τρέφονται τη νύχτα, που τους παρέχει περισσότερη προστασία. Στην επιφάνεια των οστράκων-καταφυγίων του ερημίτη κάβουρα πολλές φορές εγκαθίστανται θαλάσσιες ανεμώνες. Η συμβίωση αυτή προσφέρει μια ακόμα προστασία στον κάβουρα, γιατί οι ανεμώνες διαθέτουν στα πλοκάμια τους τοξικές ουσίες. Από τη μεριά της η θαλάσσια ανεμώνα εξασφαλίζει άνετα την τροφή της από τα υπολείμματα της τροφής του ερημίτη κάβουρα.


Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011