ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΠΛΟΚ

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Ammophila sp.

Οίτη 10-08-2013

Η Αμμόφιλα (Ammophila, W. Kirby 1798) είναι μια σφήκα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Με τις ισχυρές σιαγόνες της σκάβει σε αμμώδη εδάφη την
φωλιά της που μοιάζει με σήραγγα. Εκεί εναποθέτει τα αυγά της και  φέρνει μια προνύμφη, συνήθως νυχτοπεταλούδας, για να τραφούν οι δικές της προνύμφες όταν βγουν από τα αυγά. Αρκετά είδη Ammophila με τα ισχυρά σαγόνια που έχουν ασφαλίζουν την φωλιά με ένα βότσαλο στην είσοδό της.
Ετυμολογία:
Ammophila < άμμος + φίλη.


Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Heterocnemis graeca

Μερέντα 28-05-2013 Αττική

Πολύ συχνό έντομο στην Ελλάδα και την Μέση Ανατολή.
Heterocnemis < έτερος + κνημίς, κνημίδος.



Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Ο μυκηναϊκός μάραθος ma-ra-tu-wo



Τα αποδημητικά πουλιά προσπαθούν το φθινόπωρο να τραφούν όσο το δυνατόν περισσότερο, προκειμένου να έχουν τις απαραίτητες δυνάμεις για το μεγάλο ταξίδι τους προς την Αφρική. Έτσι, ο θαμνοφυλλοσκόπος (Phylloscopus trochilus), που κυρίως είναι πουλί εντομοφάγο, συμπληρώνει πριν την αποδημία του την διατροφή του με σπόρους, αφού τα ετήσια φυτά ωριμάζουν τα σπέρματά τους γύρω στον Σεπτέμβριο. Στην φωτογραφία (29/09/2007) από την Αμοργό, ένας θαμνοφυλλοσκόπος τσιμπολογάει μαραθόσπορους στην παραλία της Αιγιάλης.

Ό,τι συνεχίζουν να κάνουν τα πουλιά, το έκαναν και οι άνθρωποι στις προβιομηχανικές κοινωνίες που αξιοποιούσαν κάθε διαθέσιμο φυσικό πόρο για την διατροφή, την υγεία και γενικά την ζωή τους. Εξαίρεση δεν αποτελούσε φυσικά και ο ταπεινός μάραθος, ένα φυτό πολύ κοινό στην Ελλάδα, που ανήκει στην οικογένεια των Σκιαδοφόρων. Η ταξιανθία του σχηματίζει σκιάδιο (ομπρέλα) με πολυάριθμα άνθη και επομένως πολλά μικρά σπέρματα στην εποχή της καρποφορίας.

Ο μάραθος (Foeniculum vulgare) είναι φυτό αρωματικό, αρτυματικό κι έχει πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες. Χρησιμοποιούμε και σήμερα το πανάρχαιο όνομά του, που ανάγεται στην Νεολιθική Εποχή. Ο μάραθος αναφέρεται στις μυκηναϊκές πινακίδες (γύρω στο 1450 π.Χ.) με Γραμμική Β γραφή και στην μορφή ma-ra-tu-wo. Οι φιλόλογοι, που δεν φροντίζουν να συμβουλευτούν κάποιο βιβλίο Βοτανικής, πέφτουν σε λογικά ατοπήματα υποστηρίζοντας, όπως ο Μπαμπινιώτης, ότι η λέξη «μάραθος» είναι «πιθανώς δάνειο» από ξένη γλώσσα. Αλλά πως είναι δυνατόν οι κάτοικοι της Ελλάδας να δανείστηκαν μια λέξη για ένα τόσο κοινό φυτό, όπως είναι ο μάραθος;

Όλο το φυτό περιέχει αιθέριο έλαιο που αποτελείται από ανιθόλη και βενχόνη. Ο μαραθόσπορος περιέχει 100% έλαιο με ιδιότητες τονωτικές, αντιφυσητικές, χωνευτικές, αποχρεμπτικές, αντιπυρετικές, διουρητικές, γαλακταγωγούς και σπασμολυτικές. Ο Ιπποκράτης συνιστούσε το μάραθο ως βοηθητικό του τοκετού. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει ότι σταματά τη στομαχική καούρα. Χρησιμοποιείται στην μαγειρική, φαρμακευτική, ποτοποιία, σαπωνοποιία και κτηνιατρική.

Όπως και στην αρχαία, έτσι και στη σημερινή Ελλάδα βάζουν μάραθο στις βρώσιμες ελιές για καλύτερη γεύση και συντήρηση. Στην αρχαιότητα έβαζαν μάραθο σε ψωμιά σάλτσες, όσπρια και πλακούντες (πίτες). Χρησιμοποιείται πολύ στην ελληνική κουζίνα ως αρωματικό και αρτυματικό. Συνδυάζεται με σουπιές, χταπόδι, ψάρια, σάλτσες, ζυμαρικά, κρέατα, ομελέτες, σαλιγκάρια, σούπες, φρέσκα κουκιά, αγκινάρες. Αρωματίζει χορτόπιτες. Ο μαραθόσπορος μπαίνει σε ψωμιά, παξιμάδια και κουλούρια. Τα φύλλα και οι τρυφεροί βλαστοί του μάραθου συλλέγονται από τον Ιανουάριος έως τον Ιούνιο, πριν ανθίσει το φυτό και ο μαραθόσπορος το φθινόπωρο.

Ο μάραθος είναι τόσο κοινός στην Ελλάδα ώστε το όνομα του έχει δοθεί σε οικισμούς, τόπους και νησιά από την αρχαιότητα ήδη. Ο Μαραθώνας στην Αττική έχει μείνει στην ιστορία για τη νίκη των Αθηναίων επί των Περσών το 490 π.Χ.

Άλλα σημερινά τοπωνύμια είναι: Μαραθόκαμπος (Σάμος), Μαραθιάς (Κέρκυρα, Φωκίδα, , Μαραθούσα (Αρκαδία, Χαλκιδική), Μαραθέα, Μαράθιο, Μαραθοκεφάλα, Μαραθόπολη (Τριφυλία), Μάραθος. Και σε νησιά: Μαραθονήσι (Γύθειο, Ζάκυνθος, Σπέτσες), Μαράθι (Αρκοί, Κρήτη), Μαράθια (Ν. Ευβοϊκός), Μαραθόπουλο (Ψαρά).


Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Pelecanus onocrotalus ροδοπελεκάνος

Κερκίνη 06-06-2010

Ο ροδοπελεκάνος είναι καλοκαιρινός επισκέπτης και διερχόμενος μετανάστης στην Ελλάδα. Καταγράφηκε για πρώτη φορά να φωλιάζει στη χώρα μας στα μέσα της δεκαετίας του '60, στη λίμνη Μικρή Πρέσπα, που είναι και ο μοναδικός χώρος αναπαραγωγής του στην Ελλάδα (Handrinos & Akriotis 1997). Ελάχιστοι ροδοπελεκάνοι διαχειμάζουν στην Ελλάδα, αλλά εκατοντάδες άτομα παρατηρούνται κυρίως στους υγρότοπους της Θράκης και της Μακεδονίας κατά τη μετανάστευση. Συχνά, και ιδιαίτερα το φθινόπωρο, νεαρά άτομα παρατηρούνται στα νησιά του Αιγαίου. Οι περιοχές διαχείμασης του ελληνικού πληθυσμού δεν είναι γνωστές αλλά βρίσκονται κατά πάσα πιθανότητα στα μεγάλα έλη στο νότιο Σουδάν.
Φωλιάζει σε μικρές ομάδες. Τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με ψάρια που κυνηγάει σε ρηχά νερά λιμνών και ποταμών. Ένα κυμαινόμενο ποσοστό του αναπαραγόμενου στη Μικρή Πρέσπα πληθυσμού ταξιδεύει τακτικά για να τραφεί και στις λίμνες Καστοριάς, Χειμαδίτιδα, Ζάζαρη, Βεγορίτιδα, Κερκίνη, στο Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα και σε άλλους μικρότερους υγρότοπους. Ο ροδοπελεκάνος  περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (έκδ. 2009), από το οποίο προέρχονται και οι πληροφορίες.
Ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός πληθυσμός του φωλιάζει και αναπαράγεται στο Δέλτα του Δούναβη (αρχαίος Ίστρος). Γράφει σχετικά ο Αριστοτέλης: «Καὶ οἱ πελεκᾶνες δ' ἐκτοπίζουσι, καὶ πέτονται ἀπὸ τοῦ Στρυμόνος ἐπὶ τὸν Ἴστρον, κἀκεῖ τεκνοποιοῦνται· ἀθρόοι δ' ἀπέρχονται, ἀναμένοντες οἱ πρότεροι τοὺς ὕστερον, διὰ τὸ ὅταν ὑπερπτῶνται τὸ ὄρος ἀδήλους γίνεσθαι τοὺς προτέρους τοῖς ὑστέροις.»
Ανάλογα την περιοχή, λαϊκά ονόματαα είναι: ροδοπελεκάνος (που έχει υιοθετήσει η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία), πελεκάνι, σακάς, τουμπανιάς.
Πελεκάνος ο ονοκρόταλος (Pelecanus onocrotalus, Linnaeus 1758)
Ετυμολογία:
Pelecanus < pelecanus (latin.) < αρχαίο ελληνικό: πελεκάν, -άνος, από το θέμα πελεκ- τού ουσιαστικού πέλεκυς ==> από το ράμφος τού πτηνού, που κόβει σαν πέλεκυς.
onocrotalus < όνος + κρόταλο ==> αναφορά στην κραυγή του ==> αναφέρεται από τον Πλίνιο για πτηνά με παρόμοια κραυγή.


Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Parnassius mnemosyne

Παρνασσός 30-07-2013

Η Parnassius mnemosyne (οικογένεια Papilionidae) ζει σε λιβάδια και δασικές εκτάσεις με πολλά ανθοφόρα φυτά, σε υψόμετρα έως 1500 μέτρα. Εξαπλώνεται από τα Πυρηναία έως την Κεντρική Ασία. Ξενιστής της για αυγά και προνύμφες είναι φυτά του γένους Corydalis.
Ετυμολογία:

Parnassius < Παρνάσσιος < Παρνασσός.
mnemosyne < Μνημοσύνη, αρχαία ελληνική θεότητα μητέρα των 9 Μουσών από τον Δία.


Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Oudemansiella melanοtricha

Πάρνηθα 18/10/2008

Ουντεμανσιέλλα η μελανότριχη
Ετυμολογία:
Oudemansiella < γένος αφιερωμένο στο μυκητολόγο Cornelius Anton Jan Abraham Oudemans (1825-1906).
melanοtricha < μέλας, μέλανος + θριξ, τριχός.


Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Iphiclides podalirius

Πατέρας 12/05/2013

φΕίναι η μεγαλύτερη από τις ημερήσιες πεταλούδες. Έχει το πιο κομψό σχήμα, με υπέροχα χρώματα. Διακρίνεται για την ελαφριά και λεπτή πτήση της, χωρίς κανένα κτύπημα των φτερών της, δίνοντας την εντύπωση ενός αιωρούμενου φύλλου.
Έχει δύο ουρές, τις μακρύτερες από οποιαδήποτε άλλη πεταλούδα, οι οποίες φτάνουν σε μήκος τα δύο εκατοστά, αρκετά εμφανείς όταν πετούν και που της δίνουν μια ιδιαίτερη κομψότητα. Δεν είναι εύκολο να βρεθούν αυτές οι πεταλούδες στην φύση με τις ουρές άθικτες, γιατί φαίνεται ότι έχουν μια λειτουργία αμυντικού μιμητισμού απέναντι στους θηρευτές τους, καθώς έχουν κοντά τους ένα καλά ορατό πορτοκαλί σχήμα που κάνει την ουρά να φαντάζει σαν ένα ψεύτικο κεφάλι. Για το λόγο αυτό, σε άτομα που πετούν μερικές μέρες, παρατηρείται είτε αυτές οι ουρές να είναι ελλιπείς είτε και να απουσιάζουν.
Η εξάπλωση του «Ιφικλείδη ποδαλείριου» περιλαμβάνει την Ευρασία και την Βόρεια Αφρική.
Πετάει από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο σε εύκρατα δάση, πεδιάδες, οπωρώνες και ανθισμένους κήπους αλλά μπορεί να βρεθεί να περιπλανιέται σε οποιαδήποτε τοποθεσία και σε υψόμετρα 0-1800 μέτρα.
Φυτά ξενιστές της για τα αυγά και τις κάμπιες της είναι οπωροφόρα δέντρα (δαμασκηνιά, κερασιά, ροδακινιά, βερικοκιά, αχλαδιά, μηλιά) και θάμνοι της οικογένειας της τριανταφυλλιάς (Rosaceae).
Επιστημονική ονομασία: Iphiclides podalirius, Linnaeus 1758 (οικογένεια Papilionidae)
Ετυμολογία:
Iphiclides < Ιφικλείδης, γιός του Ιφικλή, με το όνομα Ιόλαος που φρόντιζε ιατρικά τον Ηρακλή < Ιφικλής, αδελφός του Ηρακλή.
podalirius < Ποδαλείριος, γιατρός, γιος του Ασκληπιού θεού της Ιατρικής.


Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Egretta garzetta Λευκοτσικνιάς

Βραυρώνα 22/04/2014

Οι λευκοτσικνιάδες είναι μεταναστευτικοί ερωδιοί. Πολλοί ξεχειμωνιάζουν στην Ελλάδα σε παράκτιους υγρότοπους. Τρέφονται με ψάρια, αμφίβια και έντομα σε ρηχά νερά, υγρά λιβάδια και βάλτους.
Το όνομα «τσικνιάς» είναι αρχαίο ελληνικό. Προέρχεται από τις λέξεις «κυκνέας» και «κυκνίας», επειδή έχει ίδιο χρώμα με τον κύκνο. Και με το φαινόμενο του τσιτακισμού (το κι-κυ γίνεται τσι-τσυ, κλπ) πρόεκυψε η λέξη «τσικνιάς». Δηλαδή: τσικνιάς < τσυκνέας < κυκνίας.
Η «Πύλη για ελληνική γλώσσα» του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας αναφέρει από το Λεξικό Κριαρά:
«κυκνίας ο· κυκνέας· τσυκνέας. Tο πουλί ερωδιός: Του τσυκνέα τα πουλία … εκμικρόθεν η ουρά τους διχαλή (Πτωχολ. α 811 (έκδ. τσι‑)). [μτγν. ουσ. κυκνίας. Ο τ. τσυκνέας στο Meursius (τζικνέα) και τ. τσιακνίας και τσυκνίας στο Du Cange (λ. τζιακνίας και τζινέα). T. τσυκνιάς σήμ.]»
Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας αναφέρει τους «κυκνίες» τους οποίους συγχέει με αετούς: «ἀετοὺς μὲν οὖν ὀνομαζομένους κυκνίας μάλιστα ἐοικότας κύκνῳ λευκότητα οἶδα ἐν Σιπύλῳ θεασάμενος περὶ λίμνην καλουμένην Ταντάλου.»
Ενδιαφέρον έχει ότι Τσικνιάς ονομάζεται το ψηλότερο βουνό της Τήνου στο ανατολικότερο τμήμα τους νησιού, όπως και απέναντι του ο δυτικότερος κάβος της Ικαρίας λέγεται Τσικνιάς. Πρόκειται για το πιο επικίνδυνο πέρασμα του Αιγαίου, γνωστό στους ναυτικούς για τις κακοκαιρίες του.
Λαϊκά ονόματα: τσικνιάς, τσουκνιάς (Λευκάδα), ψαροφαγάς, ψαροφάγος, τρυγονοσούρτης, τρυγονοκράχτης, καλπουτσής, καρανούκας, αγερανός (Κρήτη).
Επιστημονικό όνομα: Egretta garzetta (Linnaeus, 1758).
Όνομα κατά ΕΟΕ: λευκοτσικνιάς.
Egretta < aigrette (γαλλική λέξη) θύσανος από μακριά λεπτά φτερά ερωδιών, που έβαζαν τον 19ο αιώνα στα καπέλα κυρίως των γυναικών.
garzetta = (ιταλική λέξη) μικρός ερωδιός.
λευκοτσικνιάς < λευκός + τσικνιάς.
τσικνιάς < κυκνίας.