ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΠΛΟΚ

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Το πρωινό ενός γλάρου

Αμοργός 25/09/2007 Amorgos
photo (c) Nikos Nikitidis Νίκος Νικητίδης

Galerida cristata - κορυδαλλός


 Αμοργός 23/11/2007

Τα πουλιά υποφέρουν από ψείρες και παράσιτα, γι' αυτό κάνουν σχεδόν καθημερινά μπάνιο σε νερόλακκους. Όταν το νερό είναι δυσεύρετο το καλοκαίρι, τότε κάνουν αμμόλουτρα όπως αυτός κορυδαλλός της φωτογραφίας από την Αμοργό.
Το όνομα «κορυδαλλός» είναι αρχαίο και ετυμολογείται από την λέξη «κόρυς» που σημαίνει περικεφαλαία και αναφέρεται στο χαρακτηριστικό λοφίο που έχει στο κεφάλι. Ο Αριστοτέλης γράφει ότι υπάρχουν δύο είδη κορυδαλλού. Κορυδαλλός είναι και το αρχαίο όνομα ενός βουνού στην λοφοσειρά του Αιγάλεω, όπου υπήρχε ο δήμος Κορυδαλλέων (και ο σημερινός δήμος Κορυδαλλού).
Δυστυχώς η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία (ακολουθώντας τον Α. Κανέλλη) έχει επιβάλει την αρβανίτική ονομασία «κατσουλιέρης, αφού «κατσούλα» στα αλβανικά σημαίνει λοφίο. Ο Μπαμπινιώτης γράφει ότι «κατσούλα» σημαίνει [1] τριγωνικό κάλυμμα τού κεφαλιού [2] λοφίο στο κεφάλι πουλιών [3] οροφή άμαξας [4] γάτα και ετυμολογεί από «κατσούλι» (γατάκι), κάτι που σηκώνει πολύ μεγάλη συζήτηση.
Το γεγονός είναι ότι ένα τόσο κοινό πουλί έχει ένα πλήθος τοπικών ονομάτων, όπως:
ασκορδαλός (Κρήτη), ασκορδιλός, γλιγλής, κατσαβός, κατσιλαϊνός, κατσουλιανός, κατσουλιέρης, κατσουλιέρος (Αχαΐα), κατσουλογιάννης, κορδιαλός, κορυδαλός, κόρυδος, κορυδός, κουκουλιάτα, κουρκουλιάνος (Μακεδονία), κουρτσολιός, κουρτσουλιάνος, κουτσουλίτης, λοφιοκορυδαλός, σκαρτσουλιέρα, σκορδιαλός, σκορταλλός (Κύπρος), σουτσούλιαντρος, τρουτσουλίτης (Αμοργός, Νάξος), τσολοβίτης (Καρδίτσα), τσουρτσουλιάνος (Έβρος), τσουτσουλάνος, τσουτσουλιάνος, τσουτσουλίγκας, χλούφτης (Ρέθυμνο).
Επιστημονικό όνομα: Galerida cristata (Linnaeus, 1758).
Ετυμολογία:
Galerida < galerus < galea κράνος ==> από το λοφίο του πουλιού = κορυδαλλός
cristata < crista λοφίο, λόφος = λοφιοφόρος
Κορυδαλλός < κορυδα(λ)λός < κόρυδος / κορυδός < κόρυς -υθος (περικεφαλαία).

«Τίκτουσι δὲ τὰ μὲν ἄλλα ἐν νεοττιαῖς, τὰ δὲ μὴ πτητικὰ ἐν νεοττιαῖς οὐδαμῶς, οἷον οἵ τε πέρδικες καὶ οἱ ὄρτυγες, ἀλλ' ἐν τῇ γῇ, ἐπηλυγαζόμενα ὕλην. Ὡσαύτως δὲ καὶ κόρυδος καὶ τέτριξ.
Ἔτι δὲ τῶν τοιούτων ὁ μὲν κόρυδος καὶ ὁ σκολόπαξ καὶ ὄρτυξ ἐπὶ δένδρου οὐ καθίζουσιν, ἀλλ' ἐπὶ τῆς γῆς.
Κορυδάλων δ' ἐστὶ δύο γένη, ἡ μὲν ἑτέρα ἐπίγειος καὶ λόφον ἔχουσα, ἡ δ' ἑτέρα ἀγελαία καὶ οὐ σπορὰς ὥσπερ ἐκείνη, τὸ μέντοι χρῶμα ὅμοιον τῇ ἑτέρᾳ ἔχουσα, τὸ δὲ μέγεθος ἐλάττων· καὶ λόφον οὐκ ἔχει· ἐσθίεται δέ.
Εἰσὶ δὲ τῶν ὀρνίθων οἱ μὲν κονιστικοί, οἱ δὲ λοῦσται, οἱ δ' οὔτε κονιστικοὶ οὔτε λοῦσται. Ὅσοι μὲν μὴ πτητικοὶ ἀλλ' ἐπίγειοι, κονιστικοί, οἷον ἀλεκτορίς, πέρδιξ, ἀτταγήν, κορύδαλος, φασιανός.»
(Αριστοτέλης)