ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΠΛΟΚ

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Οι φασιανοί της Μακεδονίας και το ελληνικό λαγωνικό

Η πρόσοψη από τον βασιλικό τάφο της Βεργίνας


Το 1777 έρχεται στην Ελλάδα από την Γαλλία ο Σονινί (Sonnini de Manoncourt), ένας θερμός και μαχητικός φιλέλληνας. Σε ηλικία 26 ετών είχε πάει με αποστολή του Λουδοβίκου ΙΣΤ στην Αίγυπτο. Συνέχισε το εξερευνητικό του ταξίδι στην Ελλάδα. Το χρονικό του εκδόθηκε το 1801 και αποτελεί καρπό των περιηγήσεων του στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, Μ. Ασία, Μακεδονία, Στερεά και Πελοπόννησο.

Ο Σονινί ήταν, εκτός των άλλων, ένας παθιασμένος κυνηγός. Έτσι διασώζει πολλές αξιόπιστες και πολύτιμες πληροφορίες για το κυνήγι στην Ελλάδα πριν από 200 και πλέον χρόνια.

Η Ελλάδα είναι πλούσιος κυνηγότοπος, γράφει ο Σονινί, και επισημαίνει ότι αφθονούν οι λαγοί με το γκρίζο τρίχωμα. Μας πληροφορεί ότι οι κυνηγοί κόβουν από τα θηράματα τον λαιμό για να τρέξει αίμα και εξηγεί ότι αυτό γίνεται διότι ο μωαμεθανικός νόμος απαγορεύει να φαγωθεί ένα ζώο αν δεν ματώσει. Στην Ελλάδα, βέβαια, υπήρχε ακόμα η τουρκοκρατία, αλλά η πρακτική να ματώνει ένα ζώο που είναι για να φαγωθεί γίνεται για λόγους υγιεινής, γιατί αλλιώς θα πρόκειται για πτώμα.

Ο γάλλος περιηγητής γράφει κι άλλες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, όπως:

• Τις κουρούνες των νησιών του Αιγαίου τις σκοτώνουν οι ψαράδες, τις κομματιάζουν και τις χρησιμοποιούν για δολώματα στα αγκίστρια τους.

• Υπάρχουν γύπες στην Ελλάδα. Τα αρπακτικά αυτά πουλιά τα λένε «σκάνια» και το λίπος τους είναι πολύτιμο για τους ρευματισμούς

Αποκαλυπτικές είναι οι πληροφορίες του για τους άφθονους φασιανούς που είχε τότε η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Μακεδονία. Γράφει:

«Στα νησιά βλέπεις το χειμώνα φασιανούς. Έρχονται από τη Θεσσαλία. Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης οι χωριάτες τους παχαίνουν και τους μεταφέρουν στην αγορά. Αφθονούν κυρίως στις Σέρρες. Τα καράβια που έρχονται χειμωνιάτικα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης εφοδιάζονται με ζωντανούς φασιανούς σε κλουβιά. Στο ταξίδι τους τρέφουν με σιτάρι».

Ο ίδιος ο Σονινί ήταν κυνηγός, όπως είπαμε, κι έτσι κυνηγούσε σε όλα τα ταξίδια του στην Ελλάδα. Περιγράφοντας ένα κυνήγι του, αναφέρεται και στο σκυλί του. «Οι Έλληνες έχουν λαγωνικά καταπληκτικής ράτσας», γράφει. Ο ίδιος ο Σονινί κυνηγούσε με ένα τέτοιο λαγωνικό. Ήταν μικρόσωμο αλλά είχε απίστευτο θάρρος. Μια μέρα καταδίωξε δύο κατσίκια στους βραχόλοφους μιας παραλίας. Παρά την ταχύτητα και την ευκινησία των κατσικιών, που πηδούσαν από βράχο σε βράχο, ο σκύλος πρόφθασε το ένα και το έπιασε. Το άλλο για να σωθεί έπεσε στη θάλασσα. Αλλά κι εκεί το ακολούθησε ο σκύλος, παρότι η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη. Η καταδίωξη μέσα στα κύματα κράτησε ένα τέταρτο. Τελικά έπιασε και το άλλο κατσίκι, το έφερε την ακτή και το έσυρε στο σημείο που βρισκόταν ο Γάλλος ταξιδιώτης.

Το «λαγωνικό εξαιρετικής ράτσας» με το οποίο κυνηγούσε ο Σονινί το 1777, ο Κυριάκος Σιμόπουλος, μελετητής των ξένων περιηγητικών χρονικών, εκτιμά ότι «είναι ίσως το περίφημο Canis grajus, το ωραιότερο είδος λαγωνικού της τουρκοκρατίας. Το χρησιμοποιούσαν οι μπέηδες στα κυνήγια τους στους θεσσαλικούς κάμπους. Έχει ολότελα εκλείψει».

Ο μακεδόνας Νικόλαος Γερμανός (1864-1935), καθηγητής Ζωολογίας και ιδρυτής της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, σε ένα παλιό αλλά ενδιαφέρον άρθρο του γράφει ότι τα κυνηγόσκυλα ανήκουν στην κλάση Α (Canis Familiaris grajus) και προέρχονται από διάφορες χώρες.

Το «λαγωνικό εξαιρετικής ράτσας», με το οποίο κυνηγούσε ο γάλλος περιηγητής Σονινί το 1777, πιθανότητα αποτελούσε απόγονο των αρχαίων ελληνικών λαγωνικών. Αυτά τα σκυλιά απεικονίζονται σε αρχαίες παραστάσεις και σε βυζαντινά χειρόγραφα. Η πιο ρεαλιστική εικόνα τους βρίσκεται στη νωπογραφία με σκηνή κυνηγιού, με την οποία κοσμείται η πρόσοψη ετου τάφου του Φιλίππου στην Βεργίνα (εικόνα δεξιά).

Είναι γνωστή η παθολογική αγάπη που είχαν οι Έλληνες για τα σκυλιά τους και στην αρχαιότητα και στην βυζαντινή περίοδο. Αρχαίες ράτσες ελληνικών λαγωνικών φαίνεται ότι διατηρήθηκαν μέχρι και τα τέλη της τουρκοκρατίας, αν κρίνουμε από την περιγραφή του Σονινί.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Rυρicapra rupicapra αγριόγιδο

Όλυμπος 03/08/2009 Olympos
photo (c) Yiannis Kofinas Γιάννης Κοφινάς

Τα αγριόγιδα (Rυρicapra rupicapra) είναι ένα από τα ξεχωριστά θηλαστικά της Ελλάδας. Μικροί πληθυσμοί του ζουν σε Όλυμπο, Οίτη, Γκιώνα, Βαρδούσια, Σμόλικα, Περιστέρι, Γκαμήλα, Ροδόπη και Βόρα (Καϊμακτσαλάν). Αν και προστατεύονται με νόμο από το 1935, οι πληθυσμοί του μειώνονται από το παράνομο κυνήγι. Το αγριόγιδο είναι απόλυτα προσαρμοσμένο να ζει στους γκρεμούς και τις ορθοπλαγιές των μεγάλων υψομέτρων. Τον χειμώνα, που δεν υπάρχουν κοπάδια μεταφερόμενης κητονοτροφίας, κινούνται σε όλη την αλπική ζώνη. Τα αρσενικά ζούν μόνα τους και τα θηλυκά σε ομάδες μαζί με τα νεαρά άτομα.

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Οι φάλαινες στο Αιγαίο και την ελληνική ιστορία


Το τελευταίο περιστατικό με τη νεκρή φάλαινα στη Σάμο έρχεται να προστεθεί σε μια μεγάλη σειρά παρόμοιων περιστατικών με θαλάσσια θηλαστικά. Η περιβαλλοντική κρίση φαίνεται ότι δεν εξαιρεί πλέον τα μεγάλα και απρόσιτα βάθη των ελληνικών θαλασσών.

Από τις αρχές του χρόνου σε διάφορα σημεία του Αιγαίου και του Ιονίου έχουν βρεθεί πολλά νεκρά κήτη. Φώκιες, ζωνοδέλφινα, σταχτοδέλφινα, ρινοδέλφινα, ζιφιοί, φυσητήρες και μια πολύ σπάνια φώκαινα έχουν ξεβραστεί στις ακτές σκοτωμένα από πυροβολισμούς, μαχαιρώματα και δυναμίτες. Οι αιτίες γι’ αυτή την σφαγή είναι διαφορετική για κάθε είδος. Οι φώκιες και τα δελφίνια σκοτώνονται από τους ψαράδες, γιατί τους ανταγωνίζονται στο ψάρεμα. Αντίθετα, οι φάλαινες φυσητήρες ζουν στα βαθιά νερά και οι θάνατοί τους οφείλονται σε διάφορες αιτίες, από τις προσκρούσεις με πλοία μέχρι τις στρατιωτικές ασκήσεις με τη χρήση σόναρ που αποπροσανατολίζει τις φάλαινες.

Δεν ήταν πάντοτε τόπος θανάτου το Αιγαίο για τα θαλάσσια θηλαστικά. Στην αρχαιότητα τα μελετούσαν, είχαν πλάσει θρύλους και τα είχαν κάνει σύμβολα. Ο Αριστοτέλης στο «Περί ζώων ιστορίας» περιγράφει πολύ καλά τη βιολογία των κητωδών και αναφέρει ότι το δελφίνι, η φάλαινα και τα άλλα κήτη δεν έχουν βράγχια (όπως τα ψάρια) αλλά φυσητήρες και ζωοτοκούν. Η φώκαινα είναι διαφορετική από το δελφίνι κι έχει κυανό χρώμα, επισημαίνει ο Αριστοτέλης.

Περίπου 2.000 χρόνια πριν από τον Αριστοτέλη και 4.000 χρόνια από σήμερα, οι κάτοικοι της Κρήτης είχαν συμπεριλάβει στο «ιερογλυφικό» σύστημα γραφής τους την εικόνα μιας φάλαινας. Το σημείο με την φάλαινα έχει αριθμό 120 στον κατάλογο της κρητικής ιερογλυφικής γραφής, που κατάρτισε ο άγγλος αρχαιολόγος Έβανς, ο θεμελιωτής της (λεγόμενης)«μινωικής» αρχαιολογίας. Μέχρι σήμερα οι φάλαινες συνεχίζουν να συχνάζουν στο Λυβικό Πέλαγος, στα νότια της Κρήτης, κυρίως στα ανοιχτά του νομού Χανίων και της Γαύδου.

Αλλά και το όνομα που χρησιμοποιούμε κι εμείς μέχρι σήμερα γι’ αυτά τα θαλάσσια θηλαστικά είναι αρχαίο.. Φάλαινα (και φάλλαινα) είναι το θηλυκό της λέξης φαλλός. Οι αρχαίοι Έλληνες της έδωσαν αυτό το όνομα, γιατί το σώμα της μοιάζει με τον φαλλό (το ανδρικό μόριο) ιδιαίτερα όταν βγαίνει πάνω από την θάλασσα για να αναπνεύσει. Φάλαινες και θαλάσσια θηλαστικά εμφανίζονται συχνά και στις αρχαίες αγγειογραφίες. Σε έναν ερυθρόμορφο κρατήρα του 480 π.Χ. (Kunsthistorisches Museum, Βιέννη) η μορφή του Ποσειδώνα συνοδεύεται από διάφορα ζώα κι ανάμεσά τους ξεχωρίζει μία φάλαινα με την ανασηκωμένη ουρά της.

Σύμφωνα με τις επιστημονικές παρατηρήσεις, τα είδη της φάλαινας που συναντιούνται πιο συχνά στις ελληνικές θάλασσες είναι η πτεροφάλαινα (Balaenoptera physalus), ο φυσητήρας (Physeter macrocephalus) και η ραμφοφάλαινα. Η πτεροφάλαινα φθάνει σε μήκος τα 25 μέτρα, ο αρσενικός φυσητήρας τα 16 και η ραμφοφάλαινα τα 7- 8 μέτρα.

Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 83 είδη κητωδών παγκοσμίως, δηλαδή δελφίνια, φάλαινες και άλλα είδη. Στην Μεσόγειο έχουν παρατηρηθεί 23 είδη και στις ελληνικές θάλασσες 12 που είναι τα εξής:

Φώκαινα (Phocoena phocoena), Ζωνοδέλφινο (Stenella coeruleoalba), Κοινό Δελφίνι (Delphinus delphis), Ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus), Γράμπος ή Σταχτοδέλφινο (Grampus griseus), Ψευδόρκα (Pseudorca crassidens), Ζιφιός (Ziphius cavirostris), Ρυγχοφάλαινα (Balaenoptera acutorostrata), Φυσητήρας (Physeter macrocephalus), Δίδοντος Μεσοπλόδοντας ή Βορεινή Ραμφοφάλαινα, (Mesoplodon bidens), Μεγάπτερη ή Καμπουρωτή φάλαινα (Megaptera novaeangliae), Πτεροφάλαινα (Balaenoptera physalus).

Από αυτά, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η φώκαινα (ή φαλιανός). Παρότι αναφέρεται ονομαστικά από τον Αριστοτέλη, δεν είχε βρεθεί μέχρι το 2000 όχι μόνο στις ελληνικές θάλασσες αλλά και σ’ όλη τη Μεσόγειο. Μεταξύ 2000-2005 βρέθηκαν 5 φώκαινες, που όμως ήταν νεκρές κι είχαν ξεβραστεί σε ακτές του Θρακικού Πελάγους και στη Νέα Ηρακλείτσα Καβάλας Παρ’ όλα αυτά η ύπαρξη της φώκαινας στο Αιγαίο και την Μεσόγειο παραμένει μυστήριο, γιατί προτιμάει τα ψυχρά βαθιά νερά.

Τα πολύ βαθιά νερά προτιμούν και οι φάλαινες φυσητήρες. Αυτές όμως ζουν σε κοπάδια, πλησιάζουν αρκετά τις ακτές κι έχουν εντοπιστεί πολλές φορές στο Λιβυκό, στο Μυρτώο και το Κρητικό πέλαγος. Τρέφονται με καλαμάρια, σε πολύ βαθιά νερά εκεί που δεν ψαρεύει ο άνθρωπος, και με αφρόψαρα. Μερικές φορές περνούν τον δίαυλο ανάμεσα στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα και εμφανίζονται στο βόρειο Αιγαίο.

Τα ελληνικά πελάγη έχουν μεγάλα βάθη (το μεγαλύτερο βάθος της Μεσογείου βρίσκεται μεταξύ Κρήτης-Κυθήρων) και τα προτιμούν οι φάλαινες. Μερικά είδη με μεγάλες διαστάσεις μπαίνουν περιστασιακά από τον Ατλαντικό Ωκεανό στη Μεσόγειο κι εμφανίζονται και στις ελληνικές θάλασσες. Μια μεγάπτερη φάλαινα παρατηρήθηκε το 2001 κοντά στο Τολό της Αργολίδας και το 2002 στη Λευκάδα.

Μία πτεροφάλαινα είχε δημιουργήσει μεγάλη συγκίνηση σε πολλά νησιά των Κυκλάδων. Εμφανίστηκε στους όρμους Αμμούδι και Αρμένι της Σαντορίνης, μετά σε άλλα νησιά και γενικά φαινόταν να έχει χάσει τον προσανατολισμό της ανάμεσα σε τόσα νησιά, νησίδες και ξέρες. Τελικά πέθανε και το πτώμα της ξεβράστηκε στην Κύθνο.

Άλλα περιστατικά με διάφορες εμφανίσεις φαλαινών τα τελευταία χρόνια έχουμε σε Τήνο, Εύβοια, Μεσσηνία, Κέρκυρα, Γύθειο, ακτές Αγίου Ορους, Λήμνο, Σκοτίνα Πιερίας, Βιάνο Ηρακλείου Κρήτης, Μερικούντα Χίου, Γέρακα Αλοννήσου, Ρόδο, Αγία Γαλήνη Κρήτης (κοπάδι με 45 φάλαινες), Πλατιές Κεφαλονιάς, Πόρτο Κουφό Σιθωνίας, Παγασητικό κόλπο, κλπ. Στην Κάρπαθο βρέθηκε τον περασμένο Νοέμβριο νεκρή μια θηλυκιά φάλαινα φυσητήρας στην ακτή του Λεύκου. Τα τελευταία περιστατικά συνέβησαν στην Κεφαλονιά και την Σάμο.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχουν μόνιμοι πληθυσμοί από φυσητήρες και ραμφοφάλαινες στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Οι πτεροφάλαινες εμφανίζονται σπάνια στις θάλασσές μας και δεν είναι γνωστό εάν είναι περαστικές από τον Ατλαντικό ή έχουν μόνιμους πληθυσμούς στη Μεσόγειο. Ο μέγιστος αριθμός φυσητήρων σε κοπάδι που έχει αναφερθεί είναι οκτώ. Για τις πτεροφάλαινες δεν υπάρχουν πληροφορίες για περισσότερα από δύο άτομα μαζί. Τρέφονται με κεφαλόποδα, κυρίως καλαμάρια.

Ο σημαντικότερος εχθρός των κητωδών (φάλαινες, δελφίνια) στη Μεσόγειο είναι τα αφρόδικτα, μήκους πολλών χιλιομέτρων. Σέρνονται από οργανωμένους αλιευτικούς στόλους, που έρχονται ακόμα και από την Ιαπωνία, σαρώνοντας τα πάντα. Τα περιστατικά των τελευταίων μηνών όμως, με πυροβολημένα και μαχαιρωμένα θαλάσσια θηλαστικά σε όλο το Αιγαίο, δείχνουν ότι οι κίνδυνοι που τα απειλούν διευρύνθηκαν. Οι ψαράδες δεν διστάζουν να τα σκοτώσουν, γιατί τα αντιμετωπίζουν ως αντιπάλους στις ψαριές αφού τα ιχθυαποθέματα έχουν περιοριστεί δραματικά. Σ’ αυτά πρέπει να προθέσουμε και την εκτεταμένη ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος. Πολλά δελφίνια πεθαίνουν γιατί καταπίνουν πλαστικές σακούλες.

Φάλαινες, δελφίνια και φώκιες έχουν τροφοδοτήσει με ιστορίες την ελληνική μυθολογία από τα πανάρχαια χρόνια. Σε λίγα χρόνια όμως, έτσι όπως είναι η κατάσταση, η ύπαρξη τους στο Αιγαίο θα είναι ένα πραγματικό παραμύθι…

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Οι χελώνες, οι Ευρωπαίοι και οι Έλληνες

Το φιλελληνικό ρεύμα στην Ευρώπη και στην Αμερική συνετέλεσε στην επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και στην δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι είχαν στο μυαλό τους (και σε ένα βαθμό συνεχίζουν να έχουν) την εικόνα της αρχαίας Ελλάδας, όπως έβγαινε από τα βιβλία, και όχι την πραγματική εικόνα της Ελλάδας όπως βγαίνει από την ιστορική της διαδρομή των πολλών δεκάδων αιώνων. Έτσι, Έλληνες και Ευρωπαίοι διαπίστωναν τις διαφορές τους.

Σην διάρκεια της Επανάστασης του 1821 ο γιατρός Millingen, βρέθηκε στην Ήπειρο. Και, ανάμεσα στα άλλα γράφει:

«Διατηρούσαν και εβραϊκές συνήθειες οι Έλληνες. Δεν έτρωγαν ποτέ κρέας από ζώο ή πουλί πνιγμένο. Έπρεπε να τρέξει αίμα. Η προκατάληψη τους ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη που όταν σκοτώναμε κανένα πουλί ή λαγό έσπευδαν να τους κόψουν το λαιμό».

Η χελώνα, περιζήτητο έδεσμα για τους Ευρωπαίους εθελοντές, προκαλούσε ακατανίκητη αηδία στους Έλληνες. «Ούτε να την αγγίζουν δεν ήθελαν οι Έλληνες», γράφει ο Millingen. «Έφτυναν μόλις την έβλεπαν, δείγμα έσχατης αποστροφής. Μερικοί Ευρωπαίοι που ήρθαν να με επισκεφθούν στο Κεράσοβο μάζεψαν κάμποσες στο δρόμο. Ένας Γερμανός που είχε αποκτήσει μεγάλη πείρα στην τέχνη να σκοτώνει και να μαγειρεύει χελώνες υποσχέθηκε σπουδαίο συμπόσιο. Κι άρχισε τις προετοιμασίες. Ξαφνικά βλέπω τη σπιτονοικοκυρά μου μαζί με τις γειτόνισσές της να ξεσηκώνουν όλα τα σκεύη του μαγειριού. Κι όταν γύρισε ο άντρας της έγινε τέτοια κατακραυγή εναντίον μας που θεωρήσαμε φρόνιμο να εγκαταλείψουμε το σπίτι και να μαγειρέψουμε τις χελώνες στο ύπαιθρο».

Κι ενώ η συντροφιά απολάμβανε τις χελώνες, οι κάτοικοι του Κεράσοβου τους έβλεπαν «σαν τα πιο ακάθαρτα όντα». Και για πολλές μέρες δε τους ζύγωναν, σαν να ήταν μολυσμένοι από κάποια μεταδοτική ασθένεια.

Πηγή:
Κυριάκου Σιμόπουλου, «Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 1821»

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

Οι βραχονησίδες της Ελλάδας

Τα μικρόνησα, οι νησίδες και οι βραχονησίδες των θαλασσών μας και κυρίως του Αιγαίου αποτελούν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελλαδικής γεωμορφολογίας και της ελληνικής φύσης. Όπως και τα μεγάλα νησιά, αποτελούν τις κορφές βουνών και λόφων της Αιγηίδας που καταβυθίστηκε και πλημμύρισε από την θάλασσα πριν εκατομμύρια χρόνια. Σήμερα, συγκροτούν συστάδες και υποσυστάδες νησιών, που η καθεμιά έχει ιδιαίτερα περιβαλλοντικά και οικολογικά χαρακτηριστικά.

Οι νησίδες και οι βραχονησίδες αποτελούν σημαντικούς βιότοπους για ένα πλήθος πουλιών, είτε στην περίοδο των μεταναστεύσεων τους είτε στην περίοδο της αναπαραγωγής, όπως είναι ο αιγαιόγλαρος (Larus audouinii), ο μαυροπετρίτης (Falco eleonorae) και ο μύχος (Puffinus yelkouan) που φωλιάζουν σχεδόν αποκλειστικά σε βραχονησίδες.

Ένας από τους θησαυρούς των μικρόνησων είναι ο τύπος των βυθών και τα λιβάδια με ποσειδωνίες (Posidonia oceanica), που προσφέρουν τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη πλήθους ψαριών και θαλάσσιων οργανισμών. Οι θαλασσοσπηλιές τους, επίσης, προσφέρουν καταφύγιο στις μεσογειακές φώκιες (Monachus monachus).

Η βλάστηση των νησίδων και των βραχονησίδων είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές τους συνθήκες, όπως είναι οι συνεχείς και (πολλές φορές) ισχυροί άνεμοι, τα βράχια, οι γκρεμοί και η υψηλή αλατότητα από τις ψεκάδες της θάλασσας. Στα μικρόνησα υπάρχουν καλλιέργειες, ενώ οι νησίδες και οι βραχονησίδες χρησιμοποιούνται για την εποχιακή βόσκηση κατσικιών. Παρ’ όλα αυτά ευδοκιμούν πολλά ενδημικά φυτά του Αιγαίου, όπως κρόκοι, καμπανούλες, ορχιδέες και πολλά χασμόφυτα και βραχόφιλα φυτά.

Σχεδόν όλα τα μικρόνησα έχουν κατοικηθεί από την αρχαιότητα και μερικά έχουν διαφυλάξει σπουδαία τεκμήρια τους προϊστορικού πολιτισμού στο Αιγαίο, όπως ο Σάλιαγκος της Πάρου στις Κυκλάδες και τα Γιούρα στις Σποράδες. Στον Σάλιαγκο ο Άγγλος αρχαιολόγος σερ Κόλιν Ρένφριου [professor Colin Renfrew (Lord Renfrew of Kaimsthorn) ] αποκάλυψε τον πρώτο νεολιθικό οικισμό των Κυκλάδων και στα Γιούρα ο Έλληνας αρχαιολόγος Αδαμάντιος Σάμψων ανακάλυψε έναν μεσολιθικό οικισμό ψαράδων.

Με αφορμή τις υπερπτήσεις πολεμικών αεροπλάνων που επιχειρούν αυτό το καλοκαίρι οι Τούρκοι πάνω από το Αγαθονήσι, ας κάνουμε ένα μικρό ταξίδι σ' αυτό το νησάκι και στις νησίδες του Αιγαίου.


Το Αγαθονήσι

Το Αγαθονήσι είναι η βορειότερη νησίδα του Δωδεκανησιακού Αρχιπελάγους. Έχει έκταση 13,4 τετρ. χιλιόμετρα και βρίσκεται 10 μίλια Ν/ΝΑ από το ακρωτήριο Κολώνα της Σάμου, 12 μίλια από τους Αρκιούς, 17 μίλια από τους Λειψούς και 25 μίλια από την Πάτμο.

Το αρχαίο όνομα του νησιού ήταν Υετούσα. Με αυτό το όνομα, ελαφρώς παρεφθαρμένο (Yelussa) το καταγράφουν οι χαρτογράφοι του Μεσαίωνα και με αυτό το όνομα ήταν γνωστό μέχρι τον 19ο αιώνα. Την ίδια εποχή πάντως αρχίζει σε χάρτες και χαρακτικά Ευρωπαίων περιηγητών και η χρήση του ονόματος Αγαθονήσι (Agatonisi, Gatonisi, Agathonisa).

Όπως επισημαίνει ο Δωδεκανήσιος ονοματολόγος Μιχάλης Σκανδαλίδης, η σημερινή ονομασία του προέρχεται από το φυτωνύμιο «Αγκαθονήσι». Σε όλο το Αιγαίο υπάρχουν νησίδες που πήραν το όνομά τους από ένα φυτό που κυριαρχεί πάνω τους, όπως Μαραθονήσι (από τον μάραθο), Κρεμμυδονήσι (από την κρεμμύδα), Σχινονήσι (από τον σχίνο).

Φαίνεται ότι οι κάτοικοι των γειτονικών νησιών χρησιμοποιούσαν το Αγκαθονήσι για την βόσκηση κατσικιών, κι είναι γνωστό τι αφήνουν πίσω του τα κατσίκια: μόνον αγκάθια. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τον Οθωμανό θαλασοπόρο και χαρτογράφο Πίρι Ρεΐς, που ονόμασε στις αρχές του 16ου αιώνα το νησί «Κατσικονήσι», γιατί βρήκε πάνω του μόνο κατσίκες, που «είχε αφήσει ελεύθερες ένας άπιστος». Τελικά η αρχική ονομασία «Αγκαθονήσι» μεταβλήθηκε σε «Αγαθονήσι» με την επίδραση της λέξης «αγαθός».

Εκτιμάται ότι στα μέσα του 19ου αιώνα κατοικήθηκε από οικογένειες των Φούρνων και της Πάτμου, οι οποίες νέμονταν το Αγαθονήσι. Ο Γάλλος γεωγράφος Εμίλ Κολοντνί (Emile Kolodny) , ο οποίος έχει κάνει πολύ σπουδαίες μελέτες για νησιά των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου, αναφέρει ότι η μόνιμη κατοίκηση του Αγαθονησιού έγινε τον 19ο αιώνα και ότι το 1895 υπήρχαν στο νησί 6 οικογένειες. Επίσημα στοιχεία για τον πληθυσμό του νησιού έχουμε από την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα και μετά. Έτσι, το Αγαθονήσι το 1947 αριθμούσε 193 κατοίκους, που το 1981 είχαν μειωθεί σε 133, για να αυξηθούν σε 181 στην απογραφή του 2001. Έχει τρεις οικισμούς το Μεγάλο και το Μικρό Χωριό και τον Άγιο Γεώργιο.

Γύρω από το Αγαθονήσι σχηματίζεται μια νησιωτική συστάδα, που αποτελείται από τις εξής νησίδες και βραχονησίδες:
  1. Πιάτο (127 στρέμματα), σε απόσταση 740 μέτρα από το Αγαθονήσι. Λέγεται και Πίτα, Ψαθονήσι ή Ψαθώ.
  2. Στρογγυλή ή Στρογγυλό (96 στρ.).
  3. Πράσο (11 στρ.).
  4. Νερονήσι ή Νερό (438 στρ. με υφόμετρο 63 μ.).
  5. Γλάρος ή Κατσαγάνι (2 στρ.).
  6. Γλάρος (90 στρ., υψ. 32 μ.)
  7. Κουνελονήσι ή Κουνέλι (230 στρ., υψ. 56 μ.)
Από την χλωρίδα του νησιωτικού συμπλέγματος του Αγαθονησιού ξεχωρίζουν οι φθινοπωρινοί νάρκισσοι (Narcissus serotimus), τρία είδη με καμπανούλες (campanula sp.) που ανθίζουν στους βράχους, διάφορα είδη αγριόσκορδων (Allium sp.) και αρκετά είδη από άγριες ορχιδέες. Απ’ όλο το σύμπλεγμα των νησίδων του Ανατολικού Αιγαίου, ανθίζουν μόνο στο Αγαθονήσι η κίτρινη ορχιδέα της Γαλιλαίας - Ophrys lutea subsp. galilaea (δες διόρθωση στα σχόλια) και η συγγενική με τα γαρύφαλλά Σιληνή η γιγαντιαία (Silene gigantea).

Στο σύμπλεγμα του Αγαθονησιού αναπαράγονται ή συναντιούνται τα σπάνια πουλιά Αιγαιόγλαρος (Larus audouinii), Μαυροπετρίτης (Falco eleonorae), Mύχος (Puffinus yelkouan), Αετογερακινα (Buteo rufinus) και Θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis)


Ονόματα από την φύση στις βραχονησίδες

Στις περισσότερες νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου έχουν δοθεί ονόματα με βάση κάποιο φυσικό χαρακτηριστικό τους, όπως είναι το έδαφος (Ασπρονήσι, Μαυρονήσι, Κοκκινονήσι, Μαρμαρονήσι), κάποιο ζώο ή πουλί που ξεχωρίζει πάνω τους (Κούνουπας, Σφήκα, Φιδονήσι, Γλαρονήσι, Περιστέρα, Κουνελονήσι, Ποντικονήσι), θαλάσσιοι οργανισμοί (Εχινούσα, Καβουρονήσι, Πεταλίδι, Σμυνερονήσι, Φωκιονήσι).

Σε πολλές νησίδες έχουν δοθεί ονομασίες από κάποιο φυτό που ξεχωρίζει στην χλωρίδα τους. Τέτοια ονόματα είναι:

Αγαθονήσι (Αγκαθονήσι), Αρτηκονήσι (από τους πολλούς άρτηκες - Ferula communis), Βρωμονήσι (από τις βρωμούσες), Γραμβούσα και Κραμβονήσι (από την κράμβη, είδος αγριολάχανου), Ζαφορά (όπως είναι το λαϊκό όνομα του κρόκου - Crocus turnefortii), Θύμαινα (από το θυμάρι - Thymus capitatus)), Καρδάμαινα (από τον κάρδαμο), Κάππαρη, Λυγαριά, Μαραθονήσι (από τον μάραθο), Πηγανούσα (από τον απήγανο), Πρασονήσι (από το πράσο, είδος φυκιού που φύεται στα ύφαλα των βράχων), Σκορδονήσι, Κρεμμυδονήσι, Σκιλλονήσι (από την σκίλλα, την αγριοκρεμμύδα). Σπαλαθρονήσι (από τον ασπάλαθο).

Στο Αιγαίο όμως η φύση και η ανθρώπινη ζωή είναι στενά συνδεδεμένες από την προϊστορία μέχρι σήμερα. Έτσι, εκτός από τα ονόματα που συνδέονται με το φυσικό περιβάλλον, υπάρχουν ονόματα σε νησίδες που οφείλονται στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Μερικά τέτοια ανθρωπωνύμια είναι:

«του Αλέξη» (Κάλυμνος, Παγασητικός), «του Αλούρδου το Καράβι» (Σίφνος), «του Αστέρη» - Αστέρι (Ύδρα), του Βαγιανού (Τήλος), «του Γαβαθά» (Μυτιλήνη), «του Γιακουμή» (Τήλος), «του Δεσπότη» (Σκύρος), «Δημάκος (Εύβοια), «του Ζερβού» (Αντίψαρα), «του Κατσιδόντη» (Αστυπάλαια), Κρητικός (Ικαρία), Λευτέρης (Σκύρος), «του Μανώλη» και Μανωλονήσι (Λειψοί και Κίμωλος), «του Μαργαρίτη» (Χίος), «του Μαστρογιάννη» (Κάσος), Νικολός (Κρήτη), Νικόλας (Χίος).


ΤΟ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ


======

Πηγές:
  • Μιχάλη Ευστ. Σκανδαλίδη, «Ονοματολογική Ναυσιπλοΐα στο ελληνικό Αιγαίο – Ο νησιωτικός μικρόκοσμος και μεγάκοσμος του Αιγαιακού Αρχιπελάγους», Αθήνα 2001.
  • Μαρίας Πανίτσα, «Συμβολή στη γνώση της χλωρίδας και της βλάστησης των νησίδων του Ανατολικού Αιγαίου», Πανεπιστήμιο Πατρών 1997.
  • Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, «Σημαντικές περιοχές για τα πουλιά».

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

Egretta garzetta

Χαλκίδα 28/03/2009 

Οι λευκοτσικνιάδες είναι μεταναστευτικοί ερωδιοί. Πολλοί ξεχειμωνιάζουν στην Ελλάδα σε παράκτιους υγρότοπους. Τρέφονται με ψάρια, αμφίβια και έντομα σε ρηχά νερά, υγρά λιβάδια και βάλτους.
Το όνομα «τσικνιάς» είναι αρχαίο ελληνικό. Προέρχεται από τις λέξεις «κυκνέας» και «κυκνίας», επειδή έχει ίδιο χρώμα με τον κύκνο. Και με το φαινόμενο του τσιτακισμού (το κι-κυ γίνεται τσι-τσυ, κλπ) πρόεκυψε η λέξη «τσικνιάς». Δηλαδή: τσικνιάς < τσυκνέας < κυκνίας.
Η «Πύλη για ελληνική γλώσσα» του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας αναφέρει από το Λεξικό Κριαρά:
«κυκνίας ο· κυκνέας· τσυκνέας. Tο πουλί ερωδιός: Του τσυκνέα τα πουλία … εκμικρόθεν η ουρά τους διχαλή (Πτωχολ. α 811 (έκδ. τσι‑)). [μτγν. ουσ. κυκνίας. Ο τ. τσυκνέας στο Meursius (τζικνέα) και τ. τσιακνίας και τσυκνίας στο Du Cange (λ. τζιακνίας και τζινέα). T. τσυκνιάς σήμ.]»
Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας αναφέρει τους «κυκνίες» τους οποίους συγχέει με αετούς: «ἀετοὺς μὲν οὖν ὀνομαζομένους κυκνίας μάλιστα ἐοικότας κύκνῳ λευκότητα οἶδα ἐν Σιπύλῳ θεασάμενος περὶ λίμνην καλουμένην Ταντάλου.»
Ενδιαφέρον έχει ότι Τσικνιάς ονομάζεται το ψηλότερο βουνό της Τήνου στο ανατολικότερο τμήμα τους νησιού, όπως και απέναντι του ο δυτικότερος κάβος της Ικαρίας λέγεται Τσικνιάς. Πρόκειται για το πιο επικίνδυνο πέρασμα του Αιγαίου, γνωστό στους ναυτικούς για τις κακοκαιρίες του.
Λαϊκά ονόματα: τσικνιάς, τσουκνιάς (Λευκάδα), ψαροφαγάς, ψαροφάγος, τρυγονοσούρτης, τρυγονοκράχτης, καλπουτσής, καρανούκας, αγερανός (Κρήτη).
Επιστημονικό όνομα: Egretta garzetta (Linnaeus, 1758).
Όνομα κατά ΕΟΕ: λευκοτσικνιάς.
Egretta < aigrette (γαλλική λέξη) θύσανος από μακριά λεπτά φτερά ερωδιών, που έβαζαν τον 19ο αιώνα στα καπέλα κυρίως των γυναικών.
garzetta = (ιταλική λέξη) μικρός ερωδιός.
λευκοτσικνιάς < λευκός + τσικνιάς.
τσικνιάς < κυκνίας.


Χαλκίδα 28/03/2009

Σχινιάς 25/04/2011

Χίος 23/04/2003

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

Gyps fulvus

Ηρακλειά 25/08/2009 Iraklia (Cyclades)
photo (c) Yiannis Gavalas Γιάννης Γαβαλάς

Το όρνιο (Gyps fulvus) έχει σπουδαίο ρόλο στο οικοσύστημα, αφού το καθαρίζει από τα πτώματα ζώων. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι ζουν περίπου 400 ζευγάρια. Όπως μας πληροφορεί ο Γιάννης Γαβαλάς, στην Ηρακλειά φωλιάζουν 2-3 ζευγάρια και στη γειτονική Νάξο άλλα 1-2. Αποτελούν μια κοινή ομάδα 30-40 ατόμων που βασικά τρέφεται στη Νάξο.


Οπως σημειώνει ο Νίκος Προμπονάς στο περιοδικό «Οιωνός» της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας (ΕΟΕ), το διάστημα 1996-2002 παρατηρήθηκαν σε Νάξο και Ηρακλειά 5 όρνια, προερχόμενα από την Κροατία, που είχαν δακτυλιωθεί από τον Γκόραν Σούτσις (Dr.Goran Susic) στο κροατικό νησί Κρες (Cres) της βόρειας Αδριατικής.


Να υπενθυμίσουμε την σπουδαία δουλειά που κάνει ο Γιάννης Γαβαλάς στην έρευνα, καταγραφή και φωτογράφιση της άγριας ζωής στην Ηρακλειά

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Το πρωινό ενός γλάρου

Αμοργός 25/09/2007 Amorgos
photo (c) Nikos Nikitidis Νίκος Νικητίδης

Galerida cristata - κορυδαλλός


 Αμοργός 23/11/2007

Τα πουλιά υποφέρουν από ψείρες και παράσιτα, γι' αυτό κάνουν σχεδόν καθημερινά μπάνιο σε νερόλακκους. Όταν το νερό είναι δυσεύρετο το καλοκαίρι, τότε κάνουν αμμόλουτρα όπως αυτός κορυδαλλός της φωτογραφίας από την Αμοργό.
Το όνομα «κορυδαλλός» είναι αρχαίο και ετυμολογείται από την λέξη «κόρυς» που σημαίνει περικεφαλαία και αναφέρεται στο χαρακτηριστικό λοφίο που έχει στο κεφάλι. Ο Αριστοτέλης γράφει ότι υπάρχουν δύο είδη κορυδαλλού. Κορυδαλλός είναι και το αρχαίο όνομα ενός βουνού στην λοφοσειρά του Αιγάλεω, όπου υπήρχε ο δήμος Κορυδαλλέων (και ο σημερινός δήμος Κορυδαλλού).
Δυστυχώς η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία (ακολουθώντας τον Α. Κανέλλη) έχει επιβάλει την αρβανίτική ονομασία «κατσουλιέρης, αφού «κατσούλα» στα αλβανικά σημαίνει λοφίο. Ο Μπαμπινιώτης γράφει ότι «κατσούλα» σημαίνει [1] τριγωνικό κάλυμμα τού κεφαλιού [2] λοφίο στο κεφάλι πουλιών [3] οροφή άμαξας [4] γάτα και ετυμολογεί από «κατσούλι» (γατάκι), κάτι που σηκώνει πολύ μεγάλη συζήτηση.
Το γεγονός είναι ότι ένα τόσο κοινό πουλί έχει ένα πλήθος τοπικών ονομάτων, όπως:
ασκορδαλός (Κρήτη), ασκορδιλός, γλιγλής, κατσαβός, κατσιλαϊνός, κατσουλιανός, κατσουλιέρης, κατσουλιέρος (Αχαΐα), κατσουλογιάννης, κορδιαλός, κορυδαλός, κόρυδος, κορυδός, κουκουλιάτα, κουρκουλιάνος (Μακεδονία), κουρτσολιός, κουρτσουλιάνος, κουτσουλίτης, λοφιοκορυδαλός, σκαρτσουλιέρα, σκορδιαλός, σκορταλλός (Κύπρος), σουτσούλιαντρος, τρουτσουλίτης (Αμοργός, Νάξος), τσολοβίτης (Καρδίτσα), τσουρτσουλιάνος (Έβρος), τσουτσουλάνος, τσουτσουλιάνος, τσουτσουλίγκας, χλούφτης (Ρέθυμνο).
Επιστημονικό όνομα: Galerida cristata (Linnaeus, 1758).
Ετυμολογία:
Galerida < galerus < galea κράνος ==> από το λοφίο του πουλιού = κορυδαλλός
cristata < crista λοφίο, λόφος = λοφιοφόρος
Κορυδαλλός < κορυδα(λ)λός < κόρυδος / κορυδός < κόρυς -υθος (περικεφαλαία).

«Τίκτουσι δὲ τὰ μὲν ἄλλα ἐν νεοττιαῖς, τὰ δὲ μὴ πτητικὰ ἐν νεοττιαῖς οὐδαμῶς, οἷον οἵ τε πέρδικες καὶ οἱ ὄρτυγες, ἀλλ' ἐν τῇ γῇ, ἐπηλυγαζόμενα ὕλην. Ὡσαύτως δὲ καὶ κόρυδος καὶ τέτριξ.
Ἔτι δὲ τῶν τοιούτων ὁ μὲν κόρυδος καὶ ὁ σκολόπαξ καὶ ὄρτυξ ἐπὶ δένδρου οὐ καθίζουσιν, ἀλλ' ἐπὶ τῆς γῆς.
Κορυδάλων δ' ἐστὶ δύο γένη, ἡ μὲν ἑτέρα ἐπίγειος καὶ λόφον ἔχουσα, ἡ δ' ἑτέρα ἀγελαία καὶ οὐ σπορὰς ὥσπερ ἐκείνη, τὸ μέντοι χρῶμα ὅμοιον τῇ ἑτέρᾳ ἔχουσα, τὸ δὲ μέγεθος ἐλάττων· καὶ λόφον οὐκ ἔχει· ἐσθίεται δέ.
Εἰσὶ δὲ τῶν ὀρνίθων οἱ μὲν κονιστικοί, οἱ δὲ λοῦσται, οἱ δ' οὔτε κονιστικοὶ οὔτε λοῦσται. Ὅσοι μὲν μὴ πτητικοὶ ἀλλ' ἐπίγειοι, κονιστικοί, οἷον ἀλεκτορίς, πέρδιξ, ἀτταγήν, κορύδαλος, φασιανός.»
(Αριστοτέλης)

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Vulpes vulpes αλεπού

Πάρνηθα 17/04/2009
Η αλεπού (Vulpes vulpes ) είναι κοινό θηλαστικό στην ηπειρωτική Ελλάδα και σε ορισμένα νησιά

Ετυμολογία:
Vulpes < volpes (λατιν.) αλεπού.
Αλεπού < αλώπηξ, γενική: αλώπεκος.
Αλωπεκή (< αλωπεκή = η δορά, ή προβιά της αλεπούς) δήμος των αρχαίων Αθηνών που τοποθετείται στα όρια των σημερικών δήμων Δάφνης - Υμηττού. Κατά άλλη εκδοχή ήταν στην σημερινή περιοχή των Αμπελόκηπων.

Ursus arctos

καφετιά αρκούδα

Πίνδος (Ήπειρος) mount Pindos (Epirus)
photo (c) Zissis Antinopoulos Ζήσης Αντωνόπουλος

Κυριακή 12 Απριλίου 2009